Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Η βόλτα

Ελένη Πιπερίδου

6o Βραβείο στην Κατηγορία ενηλίκων του έτους 2014

Καθόμουν και την παρατηρούσα. Το βλέμμα ριζωμένο στο παράθυρο. Νόμιζες ώρες ώρες ότι δεν κοιτούσε έξω. Είχες μια βεβαιότητα ότι παρατηρούσε επί χρόνια το ίδιο σημείο στο τζάμι. Άμα της μιλούσες, δεν απέστρεφε το βλέμμα από εκεί, λες και σε εκείνο το γυάλινο κομμάτι του κόσμου εκτυλισσόταν σε μικρογραφία η καλύτερη ταινία της ζωής της.

Το μαλλί, πιασμένο ένα γύρο χαμηλά στο σβέρκο, είχε την ίδια απαράλλαχτη ακινησία με αυτή. Οι τρίχες, στοιχισμένες πάντα με ακρίβεια, αρνούνταν πεισματικά να ρισκάρουν έστω και για μία μέρα να τοποθετηθούν άναρχα στον επιμελή κότσο. Μαύρα. Μια ζωή την θυμάμαι με μαύρα. Η ζακέτα ήταν προσκολλημένη στους ώμους όλες τις εποχές. Τα σοσόνια κι αυτά μαύρα. Το δωμάτιο όλο μια μαυρίλα.

Μπήκα μέσα και την κοίταξα. Λίγο πριν της απευθύνω τον λόγο, γονάτισα δίπλα από το αναπηρικό καροτσάκι. Εκείνο το σαραβαλιασμένο, που το είχαμε πάρει μεταχειρισμένο όσο όσο μετά το ατύχημά της. Εγώ βέβαια, ήμουν μικρή για να τα θυμάμαι όλα αυτά, αλλά αρκετά μεγάλη για να με τσούξει που μετακόμισα στο άλλο δωμάτιο εξαιτίας της.

«Γιαγιά!» μουρμούρισα. Αυτή και το τζάμι της δεν μου δώσαν καμία σημασία. «Δεν βαριέσαι», σκέφτηκα, «θα την κάνω την προσπάθειά μου.» Αν και ήξερα ότι δεν θα επέμενα και πολύ.

«Κοίτα… η μαμά μού ζήτησε να σε πάω βόλτα… αλλά άμα δεν θέλεις εντάξει. Πάμε μια άλλη φορά.»

Καμία ανταπόκριση. «Γιατί», σκέφτηκα, «να επιμένω αφού αυτή δεν μιλάει σχεδόν ποτέ; Άλλες δέκα φορές να ρωτήσω δεν θα μου απαντήσει.» Δεν θα έδινα άλλη συνέχεια στο θέμα. Είχα και ένα ραντεβού που με περίμενε. Τώρα έπρεπε να σηκωθώ σιγά σιγά και στο μεσοδιάστημα από την σκάλα έως την κουζίνα να έχω ήδη ετοιμάσει την δικαιολογία για την μάνα μου. «Ναι, μαμά, σου λέω, επέμενα αλλά δεν ήθελε, τι να κάνω;» Ή ίσως θα ήταν καλύτερη μια πιο επιθετική προσέγγιση του στυλ «δεν την πάω βόλτα, βρε παιδί μου, τέλος!» Ναι, έτσι θα το έκανα…

Στήριξα το ένα χέρι μου στο καροτσάκι για να σηκωθώ και να σταθώ όρθια. Πισωπάτησα λιγάκι για να σταθεροποιηθώ και έπειτα έστριψα ένα τέταρτο για να ξεκινήσω για την πόρτα. Χαμογέλασα ελαφρά στη σκέψη πως σε λίγη ώρα θα έπινα καφεδάρα με το μωρό.

«Στο Κρόνιο είναι ωραία για καφέ…»

Κοκάλωσα. Τα μάτια μου γούρλωσαν και το στόμα μου έμεινε να χάσκει σαν μετά από εγκεφαλικό. Είχε να μας μιλήσει μέρες.

«Στο Κρόνιο να πας», είπε πάλι.

Γύρισα και την κοίταξα.

«Και πώς το ξέρεις, γιαγιά, να… ότι ετοιμάζομαι για καφέ;…»

«Έλα», μου είπε, «θα σου δείξω.»

Πήρα το σκαμνάκι που είχε κοντά της και κάθισα. Την κοίταξα στα μάτια. Ένα άχρωμο γκρίζο, σαν συννεφιά, σαν ομίχλη. Δεν με κοιτούσε, μα εγώ ήξερα πως εκείνη η συννεφιά απλωνόταν πέρα, ως το βλέμμα μου και ίσως ακόμη παραπέρα σε άλλους περασμένους ουρανούς. Αργά, σήκωσε το χέρι της, πλησίασε το τζάμι και σε εκείνη τη μικρή, συγκεκριμένη κουκκίδα γυαλιού ακούμπησε τον ρυτιδιασμένο δείκτη της. Θες από περιέργεια, έσκυψα κοντά και την άκουσα να λέει:

«Να, εδώ είναι το Κρόνιο. Στην πλατεία, πίσω από τα δέντρα. Φτιάχνουν ωραίο τούρκικο και το καλοκαίρι δεν το πιάνει πολύ η υγρασία.»

Είδα το κεφάλι της να πλησιάζει κοντά σαν να έψαχνε κάποιον γνωστό ανάμεσα στους θαμώνες. Μου φάνηκε πως εκεί στη φασαρία κάποιον αναγνώρισε και το πρόσωπό της για λίγο φώτισε. Μετά, με ρώτησε όπως θα ρωτούσε ένα τρίχρονο παιδάκι με όλη την αφέλειά του:

«Τελικά, εκεί θα πας;»

«Αχ, γιαγιά», σκέφτηκα. «Όχι», της είπα, «εμείς συνήθως πάμε στα Άστρα ή στο Καρτέλ. Ωραία είναι…»

«Να περνάτε πρώτα από τον κεντρικό το απόγευμα. Όλα τα ωραία αγόρια κάνουν περαντζάδα με το πασατέμπο εκείνη την ώρα.»

Έπειτα, λίγο το βλέμμα της σκοτείνιασε και σαν να μου φάνηκε πως ψέλλισε το όνομα του παππού, αλλά δεν μπορούσα να είμαι και σίγουρη. Με έπιασε από τον καρπό και έφερε την παλάμη μου στο τζάμι.

«Βλέπεις;» ρώτησε. «Βλέπεις τους μπαξέδες στις πίσω αυλές, τις μουριές να κρύβουν τα παράθυρα και τα παιδιά στους δρόμους ξυπόλητα;»

Έσκυψα να δω… Απέναντι, είχαν κηδεία. Κάποιος είχε αυτοκτονήσει πέφτοντας από τον τρίτο. Στην είσοδο, δύο άντρες καταριόντουσαν βαριά την κρίση και το κράτος και μια γυναίκα έκλαιγε σιωπηλά. Για λίγο ξεδιάλυνα τη μάνα μου που είχε πάει να ανάψει κεράκι, αλλά μετά την έχασα, γιατί ένα φορτηγό μετακόμισης πέρασε ξυστά από τον κόσμο κορνάροντας.

Η γιαγιά μού έσφιξε το χέρι και μου είπε σχεδόν συνωμοτικά:

«Να, εδώ… κοίτα! Μετά να πάτε στου Πλιάφα για πουτίγκα! Δεν θα βρεις αλλού καλύτερη. Να, κοντά στο πάρκο είναι. Θα το βρεις σίγουρα άμα πάρεις τον δρόμο μετά το κοκορέτσι του Μπέμπη. Να κοιτάξετε να καθίσετε έξω, στα τραπεζάκια. Άμα δεν θες γλυκό, να πάρεις υποβρύχιο, το ίδιο είναι και δεν παχαίνει.» Και μου έκλεισε το μάτι με πονηριά και γλύκα.

Αναρωτιόμουν πόση ώρα θα κρατούσε ακόμα αυτό, αλλά αυτή δεν μου άφηνε το χέρι. Το κρύο τζάμι είχε αρχίσει να θερμαίνεται από τα δάχτυλά μας και τα χνώτα μας άφηναν μικρές πινελιές υδρατμού κανονισμένες στους ρυθμούς της ανάσας μας. Η γιαγιά, παρ’ όλα τα χρόνια της, μύριζε ωραία. Δεν φορούσε πλέον κολόνια, αλλά πάνω της κρατούσε εκείνη την απόηχη οσμή των νιάτων της. Μια δροσερή μυρωδιά, ένα μίγμα από γιασεμί και δάφνη. Ένα άρωμα αξεπέραστο, που όσο την πλησίαζα, τόσο πιο πολύ μου άρεσε.

«Εμείς, γιαγιά, τρώμε καμιά φορά τιραμισού με τον καφέ.» Την κοίταξα δειλά στα μάτια. Άρχισα να πιστεύω πως δεν είχε και πολύ νόημα γι’ αυτήν ο κατάλογος με τα γλυκά της εποχής μου, αλλά κρατούσα μια ελπίδα πως θα γυρνούσε να με κοιτάξει. Αντ’ αυτού, έσκυψε πιο κοντά στο τζάμι.

«Κοίτα…» μουρμούρισε.

Έκανε ένα κύκλο με το δάχτυλο στο υγρό τζάμι.

«Εδώ, δες… Με την Νένα, το βράδυ του Σαββάτου. Έξω από το Μουλέν Ρουζ. Είναι καλοκαίρι και έχουμε ράψει και οι δύο φόρεμα με δαντελένια τιραντούλα. Το δικό της είναι απαλό ροζ. Το δικό μου σε ένα σκούρο πράσινο. Έτσι φώτιζε καλύτερα τα χλωμά μου μάτια, έλεγε ο παππούς σου. Περιμένουμε στα σκαλοπάτια τον αρραβωνιαστικό της Νένας. Είναι αξιωματικός από τη Λαμία. Ένα παλικάρι σαν τα κρύα τα νερά. Να, κοίτα… είναι και τα άλλα κορίτσια εδώ! Μερικά αγόρια μάς σπρώχνουν επίτηδες ίσα για να μας ακουμπήσουν λιγάκι. Η Νένα με σκουντάει και χαχανίζει με το χέρι στο στόμα για να μην την καταλάβουν. Α, ωραία! Τώρα που μαζευτήκαμε θα μπούμε μέσα! Να, κοίτα μικρή μου! Βλέπεις; Έχουν τα τραπέζια στη σειρά και οι άντρες τραβούνε τις καρέκλες για να καθίσουν οι κυρίες. Εμείς φορούσαμε όλες γάντια απαραιτήτως. Ή κοντά στον καρπό ή ως το μπράτσο. Εσύ το βράδυ τι θα φορέσεις; Σκέφτηκες;»

«Δεν… δεν ξέρω», μουρμούρισα.

Δεν το είχα σκεφτεί, αλλά στο τζάμι χάζευα το αιθέριο φόρεμα της γιαγιάς, κοιτούσα τους μουσικούς με τα βιολιά σε αρμονία και νόμιζα πως το τραγούδι τους ήταν εξαιρετικό. Έπειτα, μερικά ζευγάρια σηκώθηκαν με χάρη και χόρευαν στην πίστα βαλς με περίσσεια ακρίβεια, και εγώ τους χάζευα γιατί όλοι για κάποιο ανεξήγητο λόγο χαμογελούσαν λες και είχαν χαρμόσυνο γεγονός, έναν γάμο ή κάτι τέτοιο, αλλά δεν ήταν παρά ένα κοινό Σαββατόβραδο. Έπειτα, όλοι βγήκαν έξω και εγώ κόλλησα το αυτί μου στο τζάμι να ακούσω, γιατί κάποιος πρότεινε στην παρέα να συνεχίσει η βραδιά αλλού, στον Πράσινο Κήπο. Εκεί, στα μπουζούκια. Εμένα μου φάνηκε καταπληκτική ιδέα και τους ακολούθησα από πίσω και η γιαγιά συμφώνησε, γιατί είπε πως εκεί γίνονταν τα καλύτερα γλέντια. Μα, τελικά, πόσο δίκιο είχε, αφού με δυο ποτηράκια κρασί όλοι γίνανε μια παρέα και τραγουδούσαν αγκαλιασμένοι. Μετά σκέφτηκα πως κι εγώ το βράδυ θα περνούσα ωραία, γιατί άνοιξε ένα καινούργιο κλαμπ και θα γινόταν χαμός. Μα δεν πρόλαβα να το πολυσκεφτώ, γιατί η γιαγιά μού έδειξε λίγο παρακεί στο τζάμι το πρωί της Κυριακής, νωρίς μετά την εκκλησία, τα τακουνάκια από τις κυρίες στα πλακόστρωτα να πηγαινοέρχονται βιαστικά για να συμμαζέψουν τα κουτσούβελα που ζητούσαν επίμονα να πιουν δροσερή λεμονάδα. Πίνω και εγώ δυο γουλιές και ξαποσταίνω, μα η παρέα με τραβάει σε μια γωνιά, γιατί πρέπει να συνεννοηθούμε, λέει, αν θα πάμε τελικά το βράδυ σινεμά. Και διαφωνούμε, γιατί οι πιο πολλοί θέλουμε να πάμε στο θερινό, στην Όαση, και γυρνάω, κοιτάω την γιαγιά στα μάτια και την ρωτάω όλο απορία. Αυτή μου επιβεβαιώνει με σταθερό βλέμμα πως το θερινό είναι η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσα να κάνω και είμαι πλέον όλο χαρά, γιατί ξέρω πως εκεί θα είναι καλύτερα από το κλαμπ και τις τιραμισού και επιτέλους δεν με νοιάζει και πολύ που αύριο είναι Δευτέρα και ξεκινάω Πανελλήνιες και με έχει φάει το άγχος αν θα περάσω ή όχι και πού, κι αν περάσω, τι έγινε δηλαδή, μα εγώ κρατάω τώρα σφιχτά το χέρι της γιαγιάς και ας μην με κοιτάει, δεν πειράζει, γιατί βλέπω κι εγώ εκεί που βλέπει τόσα χρόνια κι αυτή, εκεί στα ανέμελα και στα ξένοιαστα, στα δίκαια και στα φιλότιμα, στα κουρασμένα χέρια και στις φιλόξενες καρδιές, στα αιώνια ανεξήγητα χαμόγελα και στα ασταμάτητα γέλια. Εκεί που όλοι ήταν μαζί πάντα, ακόμη και όταν ήταν μόνοι τους, εκεί που δεν μετρούσε η τσέπη για να ρίξεις ένα κορίτσι, εκεί που όλοι σφύριζαν στους δρόμους χωρίς να ντρέπονται και όλοι σου λέγαν καλημέρα, αφού ήταν πρωί στο κάτω κάτω, τι πιο φυσικό, δηλαδή. Εκεί που από την πλατεία έκανες να.. έτσι λίγο πιο πάνω το πηγούνι και έβλεπες τον Όλυμπο καρτ ποστάλ, εκεί που στα τριποδάκια μαζεύονταν όλοι για μια φωτογραφία που την κρατούσαν θησαυρό, εκεί που δεν άκουγες κόρνες στη Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά κάτι τρελούς τύπους να φωνάζουν κάτι τούρκικα όπως «σαμ σέκερι, σαμ σέκερι». Εκεί που με δυο ανάσες έφτανες από την παλιά ΔΕΗ ως το πάρκο για το ραντεβού στο σιντριβάνι, εκεί που όποιος είχε τηλεόραση ήταν ο πιο πλούσιος και ο πιο τυχερός από όλους, γιατί θα είχε όλους μα όλους τους φίλους του το βράδυ στο σπίτι για να δουν την ελληνική ταινία. Εκεί που ήταν άχρηστος ο δημοτικός σύμβουλος, γιατί ο δήμος ήταν γεμάτος από ανθρώπους ζωντανούς που τρυγούσαν την πόλη τους ολημερίς σαν τα μελίσσια, ερωτεύονταν το χώμα της, ανάσαιναν τον ιδρώτα τους και γελούσαν, γιατί ήξεραν πως είχαν αρκετά για να είναι ευτυχισμένοι. Για να χαμογελάνε…

«Με πονάς λιγάκι», μου είπε η γιαγιά.

Κατάλαβα πως τόση ώρα της έσφιγγα το χέρι και οι αρθρώσεις μου είχαν ιδρώσει. Πόσα πράγματα είχαμε κουβεντιάσει σήμερα… Έπειτα γύρισε και με κοίταξε με μάτια υγρά και θολωμένα.

«Άντε, κορίτσι μου», είπε, «άντε να πας κι εσύ την βόλτα σου. Κάθεσαι μαζί μου και χάνεις τον χρόνο σου…»

«Η αλήθεια είναι, γιαγιά, πως έχασα αρκετό χρόνο. Περπατάω με το κεφάλι σκυφτό λες και μετράω τις πλάκες πεζοδρομίου. Δεν κοιτάω πλάι μου τους περαστικούς. Αδιαφορώ για τον ουρανό από πάνω μου αν είναι γαλάζιος ή γκρίζος. Δεν τραγουδάω στον δρόμο. Όχι, δεν ντρέπομαι. Μα έχει τόση φασαρία που δεν ακούγομαι πλέον. Δεν έχω θερινό σινεμά όπως εσύ, γιαγιά, για να πάω απόψε βόλτα. Ούτε ένα Μουλέν Ρουζ να μπορώ στα αλήθεια να χορέψω ένα «αγκαλιαστό». Πώς να βγω βόλτα, γιαγιά; Οι φίλοι μου είναι στους υπολογιστές και στο πάρκο δεν θέλει κανείς να πάει. Αν κάποιος με κεράσει ένα άθλιο ποτό, δεν το θέλω, γιαγιά… Γιατί το επόμενο πρωί το κεφάλι μου θα πονάει άσχημα και θα γίνει χειρότερα όταν θα δω τις ειδήσεις, γιαγιά… Πού να πάω βόλτα, γιαγιά; Δεν υπάρχει κάτι για να δω… δεν υπάρχει άλλο η βόλτα.»

Για πρώτη φορά γύρισε και με κοίταξε κατάματα.

«Έχεις δίκιο», είπε. Όμως τα τζάμια είναι για να βλέπουμε έξω. Αλλιώς θα αφήναμε τους τοίχους στην θέση τους. Και, αλήθεια σου λέω, δεν έχω γνωρίσει κανέναν τρελό ως τώρα που να του αρέσει το τζάμι πιότερο από τη θέα.» Σήκωσε το χέρι ψηλά για να με προλάβει. «Ναι, το ξέρω. Δεν έχουμε ωραία θέα, αλλά καμιά φορά την αγαπάμε γι’ αυτήν που είναι…»

Γύρισε πάλι το κεφάλι της και είπε χαμηλόφωνα:

«Εσύ πάλι, αν θέλεις… μπορείς καμιά φορά, έτσι στα κλεφτά, να κοιτάς μόνο το τζάμι. Η μνήμη τρέφει το αύριο μερικές φορές. Και μένα που με βλέπεις έχω σκοπό να ζήσω πολλά χρόνια ακόμη», είπε και γέλασε λιγάκι. Έπειτα, μάζεψε λίγο τη ζακέτα της στους ώμους και μισόκλεισε τα μάτια. Τώρα ήθελε να ξεκουραστεί λιγάκι κι αυτό θα έκανε.

Βιογραφικό συγγραφέα

Η Ελένη Πιπερίδου γεννήθηκε το 1979 στην Κατερίνη όπου και κατοικεί. Αποφοίτησε από το 4ο Γενικό Λύκειο Κατερίνης. Σπούδασε στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου.

Είναι σύζυγος και μητέρα δύο παιδιών. Απασχολείται ως τραπεζική υπάλληλος και, όταν θέλει να εργαστεί, ζωγραφίζει και προσπαθεί να γράψει. Της αρέσει να διαβάζει Ντάσιελ Χάμετ και Νικολό Αμανίτι. Όταν μεγαλώσει, θα γίνει σαν και αυτούς.


Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης