Πέρασαν πολλά χρόνια από εκείνη την παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα.
Το ρεύμα δεν είχε έρθει ακόμη στο χωριό και έξω είχε κρύο και σκοτάδι.
Απόλυτη ησυχία επικρατούσε γύρω και λίγα γαυγίσματα ακούγονταν μακριά στον κάμπο. Οι λάμπες σβηστές στο χωριό και μόνο το φεγγάρι έλαμπε. Ξαστεριά και κρύο…
Καλά καλά δεν είχε ξημερώσει ακόμη και το ’χε στρώσει για τα καλά. Τα δέντρα είχαν γύρει από το βάρος του χιονιού και τα χορτάρια είχαν πιάσει μια άσπρη κρούστα.
Μέσα στο σπίτι ο αέρας έμπαινε παγωμένος απ’ τα ξύλινα παράθυρα. Ευτυχώς η φλόγα έκαιγε άσβεστη στο τζάκι και ζέσταινε κάπως την ατμόσφαιρα. Η νύφη του σπιτιού προσπαθούσε ακόμη να γεννήσει. Ώρες και ώρες είχαν περάσει από τότε που άρχισαν οι πόνοι και ακόμα ήταν εκεί, στην ίδια θέση με το ίδιο πονεμένο βλέμμα και την απελπισία του ανθρώπου που πονάει και περιμένει. Όλο το χωριό ήξερε τι γινόταν στο σπίτι του Θωμά απόψε… Κι όλοι περίμεναν να τελειώσει το βασανιστήριο αυτό και να προστεθεί ένα αρσενικό παιδί, ένα χέρι ακόμα για τη μικρή εκείνη οικογένεια. Εξάλλου και τα σημάδια το ’χαν πει καθαρά: αρσενικό θα ’ταν το παιδί απόψε…
«Έλα, κοκόνα μου, έλα λίγο ακόμη», είπε η μαμή αποκαμωμένη. «Κάνε μια προσπάθεια να τελέψει αυτό το μαρτύριο.»
«Ναι, μωρή νύφη», είπε η πεθερά, που καθόταν παράμερα, «έλα να το ταχταρήσουμε το παλικαράκι μας απόψε, να το ζεστάνουμε εδώ στην φωτιά…»
Η βάβω του σπιτιού καθόταν δίπλα στο τζάκι και δεν μίλαγε ίτσιου. Τα ’χε δει όλα στα τόσα χρόνια εκεί μέσα και περίμενε το πρώτο της δισέγγονο απόψε, το παιδί του εγγονιού της. «Γέρασες, Λένω», έλεγε μέσα της και τα γέρικα μάτια της έσταζαν ποιος ξέρει από ποιους καημούς και ποιες λύπες… Δυο γιούς και άντρα είχε χάσει στον πόλεμο. Τουλάχιστον είχε την κόρη της να την γηροκομήσει, να της λέει μια καλή κουβέντα και να της στρώνει και τα σκουτιά που της έπεφταν το βράδυ, δόξα σοι ο θεός… Μόνο να την άκουγε λίγο η καψερή, να έκανε τα πρέποντα να βγει σερνικό το παιδί απόψε, που λώλεψε και αγόραζε φουστίτσες προχτές κάτω στο παζάρι… Μα είναι πράγματα τώρα αυτά, ποια τα θέλει τα κορίτσια στο χωριό, βάρος είναι μόνο! Αχ! μπορεί να φταίει που έκανε έναν γιο μόνο και μια τσούπρα την θέλει τώρα η μαύρη.
«Κάνε μια τελευταία προσπάθεια, δώσε μια φορά ακόμη», είπε η γιαγιά τινάζοντας τα χέρια. «Τι να σου κάνουμε κι εμείς οι έρμες;» είπε και κοίταξε την βάβω που λαγοκοιμόταν απέναντι.
Έβγαλε μια κραυγή η κόρη, ένα ουρλιαχτό, ίδρωνε και ξεΐδρωνε να το βγάλει το μωρό, να γλιτώσει απ’ τους πόνους!
«Ξημέρωσε, τσούπρα, ξημερώσαμε», είπε η βάβω σιγανά και κοίταξε απ’ το παράθυρο τα βουνά που άρχισαν να σιγοφαίνονται από απέναντι!
Κι όσο να πάει στο μαντρί να ανοίξει τα πρόβατα και να γυρίσει, το ’βγαλε το κορίτσι η νύφη και χαρούμενες φωνές αντάμα με τα κλάματα του μωρού ακούγονταν μέσα στο σπίτι… κι εκείνη η χαζή η κόρη της γέλαγε… «Ας είναι σάικο τουλάχιστον», είπε η γριά και σταυροκοπήθηκε.
Κι έτσι γεννήθηκα εκείνη την κρύα νύχτα του Δεκέμβρη που ’χε ξαστεριά και που το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα. Που ξημέρωνε και τα δέντρα ούτε που φαίνονταν…
Που οι στάνες ήταν γεμάτες ζώα που κρύωναν και κοιμούνταν ήσυχα. Που τα βουνά ορθώνονταν γυμνά και έρμα πάνω από το φτωχικό σπίτι και που το χωριό έμαθε αμέσως πως ο Θωμάς ο χωροφύλακας έκανε το πρώτο του παιδί κι ας ήταν κορίτσι. «Ας είναι», είπαν οι χωριάτισσες, «καλότυχο να ’ναι μόνο!»
Και πέρασαν 12 άνοιξες και 12 καλοκαίρια εκεί πάνω στο χωριό και στα ψηλά βουνά, που έλεγαν τα τραγούδια, και ήταν όμορφα την άνοιξη κι ας είχε ακόμα κρύο τα βράδια κι ας είχε φτώχια και λίγο κόσμο… Ήταν πλούσιος ο ορίζοντας όμως και τα αστέρια δεν σβήνονταν ποτέ από ψηλά…
Ήταν αυθεντικά τα χρόνια στο χωριό, ψέματα δεν περνούσαν εκεί πάνω… όλα λιτά και λιγοστά. Μακάρι να ξέραμε τότε πόσο όμορφα ήταν τα πρωινά που ο ήλιος έβγαινε και ζέσταινε το τοπίο. Μακάρι να ξέραμε πόσο σπουδαία ήταν η φύση και τι μουσική ήταν εκείνη που τραγούδαγαν τα πρωινά τα αηδόνια στο ποτάμι. Ακόμα και οι χελώνες που έρρεαν πάνω στο χορτάρι την άνοιξη, κι αυτές όμορφες ήταν. Αχ! και τι πλήθος από λουλούδια ήταν αυτό που στόλιζε τα βουνά, τι ομορφιά ατελείωτη. Όλα τα χρώματα και οι μυρωδιές ζούσαν εκεί στο μικρό χωριουδάκι μας και οι αγάπες και οι αναστεναγμοί έδιναν κι έπαιρναν την άνοιξη.
Είχε έρθει και το ρεύμα και οι κολώνες στέκονταν μαύρες και πανύψηλες μέσα στο χωριό και έφταναν κάτω ως την πόλη. «Τι μας βρήκε τις έρμες», έλεγαν οι γριές και σταυροκοπιούνταν, «τι άλλο θα ιδούμε που γίγκαμαν πρωτευουσάνες με ετούτο το ρεύμα».
Και ήρθε η μέρα που ’φτασε και η πρώτη τηλεόραση στο χωριό, παχιά παχιά σαν την βαρέλα της Γιάννενας και την έβαλαν πάνω στο τραπέζι και έκατσε όλο το χωριό απέναντι και την κοιτούσε.
«Έχει χιόνια», είπε ο μάστορας και έβαλε μια κεραία σαν κέρατο πάνω απ’ το καφενείο του μπαρμπα-Τάσιου για να πιάσει!
«Καλημέρα», είπε η παρουσιάστρια, «καλημέρα», απάντησε το χωριό… και έδειξε κι έναν αγώνα και έπεσε και το πρώτο ξύλο απ’ τους χωριάτες, «που θα μας πεις πως το ’βαλε το γκολ οφσάιτ», έλεγε ο Μήτσος και κατηφόριζε προς το σπίτι του και μούντζωνε τους άλλους να μάθουν οι κουρέλες! «Σκιορέματα, ε σκιορέματα!» φώναζε και έπινε λίγο ούζο ακόμα, κατευθείαν από το μπουκάλι. Όταν πέθανε ο Μήτσος, του κουβάλαγε νταμιτζάνες με ούζο η γυναίκα του και του ’ριχνε στο νεκροταφείο. «Πιες, που να μην φτάσεις», του ’λεγε και έκλαιγε, «πιες να δούμε τι θα καταλάβεις που μ’ άφκες μόνη μου να κοιτάζω τον κόσμο από μακριά, ούτε ένα παιδί δεν μου ’φτιαξες!»
Κι εκεί πάνω έγινε το θαύμα. Αγόρασε ο Λιόλιος μια μηχανή ζούνταπ και γυρνούσε καμαρωτός στο χωριό καβάλα, ούτε για κατούρημα δεν κατέβαινε, που λέει ο λόγος… Αχ! και πόσο την ζήλευαν οι υπόλοιποι αυτή την μηχανή που γύρναγαν όλη μέρα με τα μουλάρια. Να ’χαν μία κι αυτοί, να τρέχουν να φτάνουν έτσι τσουπ με τη μία στην πόλη, να τους βλέπουν τα κορίτσια και να χασκογελάνε. «Να, να ο Κίτσος με το μηχανάκι», να λένε και να κοιτάνε με θαυμασμό! Θα ’βλεπε τότε η Μάρω, που δεν γύρναγε ούτε ματιά να ρίξει στον έρμο τον Κίτσο. Θα μου πεις, και γιατί να μην τον κοίταζε τέτοιον λεβένταρο με τα μουστάκια του, με τα 250 γίδια του και τα 2 σκυλιά του (τον Πατούνη και τον Νταβέλη) που τα ’βαζαν με τους λύκους και τους νίκαγαν.
Την ήθελε τη Μάρω ο Κίτσος. Τόσο καιρό τώρα σκεφτόταν πώς θα την καταχτήσει. Την ήθελε πολύ και κάθε μέρα και κάθε νύχτα αυτήν σκεφτόταν. Να ’χε το μηχανάκι του Λιόλιου, να την έβαζε πάνω και να έφευγαν στη Γερμανία, που άκουγε πως είχε τα πολλά λεφτά… Αχ, τι καλά που θα πέρναγαν εκεί, θα δούλευαν και θα γλένταγαν όλη μέρα… Και το ’στειλε το μαντάτο στη Μάρω:
«Έλα μαζί μου και θα σε κάνω κυρά κι αρχόντισσα», της είπε. «Θα κόψεις τα μαλλιά σου και θα σου πάρω μίνια, που λένε στην τηλεόραση, και κόκκινα κραγιόνια να τα βάζεις και να καμαρώνεις.» Και την έβαλε πάνω στο μουλάρι και έφυγαν για την Πόλη κι από κει στη Γερμανία και ό,τι είπε το ’κανε. Πάει και το μουστάκι του Κίτσου εκεί, το ’κοψε! Και όταν γύρισαν πίσω, 2 χρόνια μετά, είδαν οι χωριάτισσες τα κλιτσουνιάρικα πόδια της Μάρως γυμνά απ’ τα μίνια και κάτι παπούτσια με ένα χοντρό πράγμα από πίσω, τακούνια το ’λεγαν είπε η Μάρω στις άλλες με καμάρι. Και τα ’δωσε και τα φόρεσε η Φώτω και παραλίγο να γκρεμοτσακιστεί κάτω στο σιάδι.
«Βρε, τι καλά που είναι στην Γερμανία», είπαν όλες μαζί και ο Ράκιας ρώτησε με τρόπο τον Κίτσο τι να κάνει να τον πάρει μαζί, να μην το μάθει ο πατέρας του, όμως, γιατί θα τον αφαλοκόψει, που τον ήθελε για τα γίδια μόνο.
«Έλα απόψε», είπε ο Ράκιας στην Φώτω, «αύριο θα ’χω φύγει για Γερμανία!» Κι άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της αυτή, καμαρωτή και είπε: «Φεύγω, αμάν, σας βαρέθηκα όλους και εσάς και τα καλά σας…»
Και έφυγε το καλοκαίρι. Κι εγώ μάζεψα τα βιβλία και τα ’βαλα σε σειρά, γιατί σε λίγες μέρες θα κατέβαινα στην Πόλη να ξεκινούσα το Γυμνάσιο.
Η Φωτεινή Μπόχτη γεννήθηκε πριν από 45 περίπου χρόνια σε ένα μικρό χωριό του νομού Πρεβέζης όπου έζησε έως τα 10 της. Στη συνέχεια ακολούθησε τους γονείς της για 7 χρόνια στους Μολάους Λακωνίας και στη Β΄ Λυκείου επέστρεψε στο Καναλάκι Πρεβέζης, όπου και τέλειωσε το Λύκειο.
Ύστερα από την εισαγωγή της στο Οικονομικό Τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και την ζωή στη συμπρωτεύουσα παντρεύτηκε τον κατερινιώτη φυσικό Γιώργο Βαρδακώστα και ζούνε μαζί με τα 3 παιδιά τους στην Κατερίνη .
Οι 2 γιοί της 19 και 18 χρονών αντίστοιχα, σπουδάζουν ο πρώτος στο Οικονομικό τμήμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και ο δεύτερος στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Βόλου. Η κόρη της είναι 2α Λυκείου.
Η Φωτεινή έχει γράψει στίχους τραγουδιών, έχει εκδώσει μια εφημερίδα στα 14 της με τίτλο («Το Ξεκίνημα») και έχει ασχοληθεί με τη συγγραφή χρονογραφημάτων, εργασιών, άρθρων κλπ. Μέχρι τώρα έχει γράψει δύο βιβλία (ανέκδοτα) τα οποία θέλει κάποια στιγμή να εκδώσει.
Διευθύνει το Φροντιστήριο Ξένων Γλωσσών Ευρωγνώση Κατερίνης και είναι ιδιοκτήτρια της σχολής Πληροφορικής Praxis Computers τα τελευταία 15 χρόνια.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης