Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Τέλος κι Αρχή

Χάρης Τσότσος

5o Βραβείο στην Κατηγορία ενηλίκων του έτους 2014

Το παλιό στάγιερ σκαρφάλωνε αγκομαχώντας την ανηφόρα του μικρού χωριού, σαν ρακένδυτος καταδικασμένος που πήγαινε να συναντήσει τον θάνατό του στον Γολγοθά. Το ξεθωριασμένο χακί του χρώμα, τα μπαλώματα από αστάρι κι οι σκουριές στους προφυλακτήρες πρόδιδαν τη μακρόχρονη ελλιπή συντήρηση. Τη θλιβερή εικόνα του φορτηγού συμπλήρωναν τα ντουμάνια καπνού που ξερνούσαν οι παλλόμενες εξατμίσεις, μαζί με το δύσοσμο φορτίο του, αμπαλαρισμένο σε μεγάλες, πλαστικές σακούλες. Κάτω απ’ τον καλοκαιρινό ουρανό, ο ρεταρισμένος θόρυβος της μηχανής βίαζε την ηρεμία του τοπίου κι έμοιαζε παράταιρος, αυτό το υγρό, ζεστό ξημέρωμα του Ιούλη.

Στην καμπίνα, πάνω σε φθαρμένα, δερμάτινα καθίσματα επέβαιναν δύο φαντάροι. Οδηγός ο Τζίμης, αλητόφατσα, φορούσε ένα κοντοκομμένο τζόκεϊ κι είχε ένα στριφτό τσιγάρο μόνιμα στο δεξί του χέρι, που τώρα ξεκουραζόταν πάνω στο τιμόνι. Σιγοτραγουδούσε ένα ρεμπέτικο κι έριχνε κλεφτές ματιές στον αμίλητο τριαντάρη λοχία που καθόταν δίπλα του. Νεοφερμένος στο τάγμα ο Μάρκος είχε τον δεξί του αγκώνα ακουμπισμένο στο ανοιχτό παράθυρο, τα δάχτυλα περασμένα στα λαδωμένα του μαλλιά, την παλάμη του να υποστηρίζει το κούτελο και κοιτούσε ανέκφραστος τα κλειστά σπίτια.

Πίσω απ’ το φορτηγό ακολουθούσε ένα σύγχρονο τζιπάκι με ξένες πινακίδες. Ο έλληνας δεκανέας οδηγός του είχε το αριστερό του χέρι κρεμασμένο πάνω στην πόρτα, ένα σβηστό τσιγάρο να παίζει νευρικά στα μεσαία του δάχτυλα και φρόντιζε πάντα να κρατά μια απόσταση πενήντα, εξήντα μέτρων από το στάγιερ. Πού και πού γυρνούσε προς τον αλλοδαπό συνοδηγό του, υπολοχαγό του ολλανδικού στρατού, και προσπαθούσε να του ανοίξει κουβέντα με τα σπαστά του αγγλικά. Εκείνος, όταν απαντούσε, το έκανε μονολεκτικά, διατηρώντας το ψυχρό, γαλανό του βλέμμα στο πίσω μέρος του στάγιερ.

Βγαίνοντας από το χωριό και μετά από μια μικρή διαδρομή ανάμεσα σε πουρνάρια, ο δρόμος κατέληξε μπροστά σε έναν μεταλλικό φράχτη, με μια μεγάλη, σκουριασμένη είσοδο, διάπλατα ανοιγμένη. Τα οχήματα συνέχισαν την πορεία τους πάνω στον αργιλώδη πια χωματόδρομο, για να σταματήσουν μετά από λίγο ανάμεσα σε δυο λόφους από σκουπίδια.

Οι δυο φαντάροι σύρθηκαν αγέλαστοι στο πίσω μέρος του φορτηγού και σκαρφάλωσαν στην καρότσα, ενώ η μυρωδιά της σήψης ήταν τόσο έντονη, που μετά βίας συγκρατούσαν το πρωινό στα στομάχια τους. Με γουρλωμένα μάτια άρχισαν να πετάνε άτακτα τις σακούλες στον γιγάντιο σωρό που ορθωνόταν μπροστά τους, ώσπου ένα στραβοπάτημα του Μάρκου, τον έφερε με τα μούτρα πάνω σε λιπαρά κι όξινα αποφάγια. Ανασήκωνε το κεφάλι με μια έκφραση αηδίας στο βρόμικό του πρόσωπο, όταν την είδε. Πλαστική και γαλανόλευκη, μισοκρυμμένη κάτω από ένα εκπτωτικό φυλλάδιο αλυσίδας σούπερ μάρκετ που έλεγε «ΟΧΙ στην αύξηση τιμών». Την έπιασε με τ’ ακροδάχτυλά του και την έφερε με συγκίνηση μπροστά στα μάτια του.

«Ε, λοχία!» στρίγγλισε σε άκαμπτα αγγλικά ο ολλανδός αξιωματικός. «Tέλειωνε τη δουλειά σου, να φύγουμε απ’ αυτό το σκατομέρος!»

Ατάραχος, ο Μάρκος παρέμεινε γονατισμένος πάνω στα σκουπίδια και χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει, καθάρισε επιμελώς το σημαιάκι με όποιο σημείο της στολής του ήταν ακόμα στεγνό και το έβαλε με ευλάβεια στο αριστερό εσωτερικό του χιτωνίου του. Τότε ήταν που πρόσεξε ένα σμήνος γλάρων να πετάει χαμηλά. Ισορρόπησε με κόπο πάνω στον βούρκο και τσαλαβουτώντας μέσα σε οτιδήποτε μπορούσε να καταναλώσει ο σύγχρονος άνθρωπος κίνησε για την κορυφή του λόφου.

Ο Ολλανδός, βλέποντας την ανυπακοή, έβγαλε από τη θήκη της ζώνης του το περίστροφο, και τον απείλησε πως, αν δεν γύριζε πίσω αμέσως, θα τον πυροβολούσε. Οι φωνές του όμως δεν άγγιζαν τον Μάρκο, που έχοντας πια πλησιάσει το σμήνος έβλεπε μπροστά του μόνο μία εικόνα. Μια φωτογραφία κάτω από ένα γυάλινο πλαίσιο, πάνω στο μαθητικό του γραφείο. Μ’ έναν γλάρο πάνω από αφρισμένα κύματα, κάτω από γαλήνιο ουρανό. Κι η φράση «I wish I could fly like you do», κατάλοιπο της εφηβικής ξενομανίας.

«Ρε λοχία, έλα πίσω, ρε τρελέ!» φώναξε ο Τζίμης. «Ο άνθρωπος δεν είναι καλά. Θα σου ρίξει!»

Μα το ταξίδι του Μάρκου δεν είχε επιστροφή. Όσο προχωρούσε, τόσο ο ουρανός φαινόταν πιο μεγάλος και φωτεινός, τόσο ο αέρας γινόταν πιο καθαρός. Και τόσο η φύση του άλλαζε. Η πλάτη του χιτωνίου του σκίστηκε από μια υπερκόσμια δύναμη, αποκαλύπτοντας δύο σταχτιές φτερούγες που εκτείνονταν μέχρι τις άκρες των χεριών του. Οι γλάροι, τρομαγμένοι πια από τον επίμονο επισκέπτη, σηκώθηκαν και πέταξαν προς τη θάλασσα.

«Σταμάτα ή πυροβολώ! Τελευταία προειδοποίηση!» απείλησε με λύσσα ο Ολλανδός κι έφερε το περίστροφό του μπροστά από το ιδρωμένο του πρόσωπο, σε νοητή ευθεία με τον λιποτάκτη.

Ο Μάρκος, όμως, το μόνο που άκουγε, έβλεπε, ένιωθε ήταν ουρανός. Φτάνοντας στο ψηλότερο σημείο του λόφου, χτύπησε δυνατά τις φτερούγες του και χύθηκε με αυτοπεποίθηση στο άγνωστο. Του πήρε μερικά αδέξια δευτερόλεπτα να συντονίσει τις κινήσεις του, αλλά σε λίγο απολάμβανε την ελευθερία της πτήσης του. Συνεπαρμένος όπως ήταν από την περιπλάνηση του, ούτε που άκουσε τον κρότο του πυροβολισμού. Μόνο ένα κάψιμο ένιωσε στην πλάτη κάτω απ’ τον δεξί του ώμο κι ύστερα βούτηξε άτακτα στο κενό. Έπεφτε κι έπεφτε, χωρίς τίποτε να προσφέρει την ευλογημένη απόκλιση από τη θανατηφόρα σύγκρουση. Η παράδοση επήλθε με τη σύλληψη του αδύνατου και του ανήμπορου. Κοίταξε ευθεία μπροστά. Κοίταξε ψηλά τον ουρανό. Ένιωσε νεκρός...

«Μαρκ! Μαρκ! Είσαι καλά;» άκουσε, καθώς δυο γνώριμα χέρια έπεφταν με αγωνία πάνω του. Ο Μάρκος άνοιξε απότομα τα μάτια και γυρισμένος στο πλάι όπως ήταν, γαντζώθηκε απ’ το λευκό του τοίχου. Μέσα του όμως, ακόμα έπεφτε...

Η γέφυρα της μαρίνας του Λάιμχαους στη Νάρροου Στριτ του Λονδίνου σηκωνόταν κι ένα μικρό σκάφος έβγαινε για την κυριακάτική του βόλτα στον ομιχλώδη Τάμεση. Ο Μάρκος παρακολουθούσε όρθιος μπροστά στην πόρτα του μικρού μπαλκονιού του, αγγίζοντας με το δεξί του χέρι τη γδαρμένη του πλάτη, λίγο χαμηλότερα από τον δεξί του ώμο.

«Σε πόνεσα, μωράκι μου;» ρώτησε ναζιάρικα η Καρολίνα, καθώς τον αγκάλιαζε από πίσω.

«Μην ανησυχείς, αντέχω...» είπε μ’ ένα αχνό χαμόγελο, χαϊδεύοντας τα χέρια της, χωρίς ν’ αποστρέψει το βλέμμα του απ’ το κανάλι. Μείναν έτσι για λίγο. Στήθος με πλάτη, μάγουλο με ώμο, με διαφορετικές διαθέσεις.

«Φτιάχνω καφέ», του πέταξε και με μια απότομη στροφή βγήκε απ’ το δωμάτιο. Ίσα που πρόλαβε να δει το μαύρο νεγκλιζέ ν’ ανεμίζει στη γάμπα της, πριν χαθεί στο άνοιγμα της πόρτας. Γύρισε αργά το κεφάλι του και διασχίζοντας την ομίχλη με απλανές βλέμμα βρέθηκε χρόνια πίσω...

Αυτός μικρό αγόρι δέκα χρονών και δίπλα ο παππούς του να κατεβαίνουν τον πλινθοστρωμένο δρόμο της παλιά πόλης και να βγαίνουν στο λιμάνι χαράματα, Νοέμβριο μήνα. Μια αραιή ομίχλη κάλυπτε το μεγαλύτερο κομμάτι της θάλασσας, σαν αραχνοΰφαντη κουβέρτα, ριγμένη στα πόδια της κοιμισμένης επαρχιακής πόλης. Με γοργό βήμα βρέθηκαν στην ανατολική άκρη του λιμανιού, πάνω σε μια σειρά από μεγάλα επίπεδα βράχια που έφταναν μέχρι την παγωμένη θάλασσα.

«Εδώ είμαστε», ανακοίνωσε ο παππούς και απλώνοντας την μικρή μάλλινη κουβέρτα που είχε κουβαλήσει μαζί του του έκανε νόημα να καθίσει. «Αυτή είναι η πιο όμορφη ώρα της ημέρας, γλυκό μου αγοράκι. Τούτες τις στιγμές η φύση μας αφηγείται τις σκέψεις της κι εμείς πρέπει να σιωπούμε και να δίνουμε βάση», είπε βυθίζοντας την τραγιάσκα στο λευκό του κεφάλι κι αγκάλιασε χαλαρά τα γόνατά του, που ήταν λυγισμένα μπροστά στο στήθος του. Ίδιος καθρέφτης ο μικρός Μάρκος κατέβασε πιο χαμηλά το μάλλινο σκούφο του καλύπτοντας τα κόκκινα αυτιά του κι αγκάλιασε κι αυτός τα γόνατά του κοιτάζοντας αμίλητος ίσια μπροστά του. Ο ουρανός ίσα που άρχιζε να φέγγει απ’ τ’ αριστερά τους και το σκούρο μπλε έδινε προοδευτικά τη θέση του σε ένα ανοιχτό γαλάζιο, που με τη σειρά του τερμάτιζε σε μια χρυσοκόκκινη κλωστή στο πιο μακρινό σημείο του ορίζοντα, εκεί που το νερό μπερδευόταν με τον αέρα.

Κι ύστερα, δεν θυμάται πώς, ο παππούς του άρχισε ν’ αφηγείται τις εμπειρίες του από τον πόλεμο του ’40. Ήταν δεκαοκτάχρονο παλληκάρι όταν ρίχτηκε στη μάχη ενάντια στους Ιταλούς στα αλβανικά βουνά, ενώ μετά ήρθε η ένταξή του στον ΕΑΜ και μαζί μ’ αυτόν ο Γοργοπόταμος, όπου ακολουθώντας τον Άρη Βελουχιώτη έζησε τη μεγάλη νύχτα. Κι όσο προχωρούσε η αφήγηση, τόσο η φωνή του γέμιζε συγκίνηση.

«Μαζευτήκαμε που λες λογής, λογής στρατιώτες, οι περισσότεροι Έλληνες, που πριν με πολλούς ήμασταν μαλωμένοι κι είπαμε πως μόνο αν πολεμήσουμε όλοι μαζί, θα μπορούσαμε να κερδίσουμε τους Γερμανούς. Εκείνο το βράδυ, δεν είχε σημασία τι πίστευε ο καθένας για τον άλλον ή τι έπρεπε να γίνει αφού τελείωνε ο πόλεμος. Εκείνο το βράδυ ο σκοπός ήταν μεγαλύτερος απ’ όλους μας μαζί. Γίναμε ένα σώμα, μια ψυχή, μια πατρίδα. Γι’ αυτό και τα καταφέραμε. Άμα πήγαινε ο καθένας από μόνος του, βράστα...»

«Κι ύστερα, τέλειωσε ο πόλεμος», συνέχισε με βαθύ αναστεναγμό κι έναν κρυμμένο λυγμό, «κι άρχισαν πάλι οι τσακωμοί για το τι έπρεπε να γίνει, τι ήταν σωστό. Χωριστήκαμε σε καλούς και κακούς, μπερδευτήκανε κι οι ξένοι, και ξανά μανά η ίδια ιστορία. Αχ, αυτή η χώρα δεν μπορεί να ησυχάσει ούτε στιγμή! Κι όσο αυτή δεν ησυχάζει, τόσο εμείς που την αγαπάμε πρέπει να ξαγρυπνάμε πλάι της» και το δακρυσμένο του βλέμμα αργόσβησε στην φλόγα του ορίζοντα.

«Ε, καπετάν Νικολή! Πρωί πρωί βόλτα με τον εγγονό;» φώναξε ένας γερο-ψαράς, ενώ γυρόφερνε μια κουτάλα μέσα σε μια κατσαρόλα, πάνω σ’ ένα καΐκι που επέστρεφε από το βραδινό ψάρεμα. «Πεινάτε; Να κεράσουμε λίγη κακαβιά;»

Σερβιρισμένη σε μια μικρή, τσίγκινη γαβάθα, ήταν το πιο νόστιμο φαγητό που είχε δοκιμάσει ποτέ ο μικρός Μάρκος. Και μπορούσε σχεδόν να τη γευτεί, όταν άκουσε την φωνή της Καρολίνας να τον ενημερώνει πως ο καφές ήταν έτοιμος.

Η λατίνα φίλη του είχε τα πόδια της κουλουριασμένα πάνω στον καναπέ του καθιστικού, σαν σιαμέζικη γάτα που απολαμβάνει τη θαλπωρή στην αγκαλιά του αφεντικού της. Το κεφάλι της, γερμένο ελαφρά στο πλάι, και τα μακριά μαύρα μαλλιά της, πιασμένα ψηλά μ’ ένα ξύλινο κοκαλάκι, άφηναν ακάλυπτο τον εύθραυστο μελαχρινό λαιμό της. Δίπλα της, πάνω στο γυάλινο, τραπεζάκι, άχνιζε η αγαπημένη της κούπα με καφέ, η οποία είχε πρόσφατα μετακομίσει σπίτι του, μαζί με την οδοντόκρεμά της, ένα μικρό νεσεσέρ κι αρκετά από τα ρούχα της. Ο καφές της πάντα δυνατός και πάντα σκέτος. Σαν την ίδια. Σκέτος δυναμίτης.

Την είχε γνωρίσει την πρώτη φορά που είχε μετακομίσει στο Λονδίνο για το μεταπτυχιακό του, όταν πήγε να συναντήσει μια ελληνίδα φίλη του για καφέ, στο πατάρι του αγαπημένου τους μπαρ στο Κόβεντ Γκάρντεν. Τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη, τον είχε γοητεύσει τόσο με τη φυσική ομορφιά της, όσο και με την ανεπιτήδευτη, ενθουσιώδη φύση της. Τότε ήταν ακόμα παντρεμένη με τον Τόμας, τον άγγλο μάνατζερ που τη γνώρισε σ’ ένα ταξίδι του στη Μπογκοτά και της ζήτησε να τον ακολουθήσει. Με καταγωγή από φτωχή, διαλυμένη οικογένεια, η απόφασή της ήταν μάλλον εύκολη. Όταν ήρθε στην Αγγλία, παντρεύτηκε τον Τόμας –ουσιαστικά για να πάρει την αγγλική υπηκοότητα, κι ας το αρνείται μέχρι και σήμερα– σπούδασε οικονομικά κι έκανε καριέρα αναπτύσσοντας χρηματοοικονομικά μοντέλα. Με τον Μάρκο, αν και υπέβοσκε πάντα ένα φλερτ, διατηρούσαν εντελώς πλατωνικές σχέσεις για χρόνια. Μόνο όταν ο πρώτος επέστρεψε στην Ελλάδα για να ανοίξει τη δικιά του εταιρία και την προσκάλεσε για καλοκαιρινές διακοπές, βρέθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Τόσο παθιασμένα και τόσο φυσικά. Για τρία χρόνια διατηρούσαν μια χαλαρή σχέση από μακριά, η οποία συσφίχτηκε κατά τη δεύτερη επάνοδο του Μάρκου στο Λονδίνου, ως συνέχεια του καταποντισμού της επιχειρηματικής του κίνησης, συνισταμένη της οικονομικής κρίσης και της τραπεζικής αναλγησίας στην αναπροσαρμογή των όρων αποπληρωμής των δανείων του.

Έβαλε μια κούπα καφέ και γι’ αυτόν και κάθισε πίσω της στον καναπέ. Η Καρολίνα είχε μια μελαγχολική έκφραση καθώς κοίταζε τον γκρίζο ουρανό έξω από το παράθυρο, που σαν να έγινε πιο σκοτεινή σαν της έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο λαιμό και την καλημέρισε με έναν ψίθυρο στο δεξί της αυτί.

«Είσαι καλύτερα;» τον ρώτησε κάπως ψυχρά, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.

«Ε, ναι, ένας εφιάλτης ήταν... Περίεργα παιχνίδια του μυαλού, ξέρεις τώρα!» προσπάθησε να υποβαθμίσει το θέμα.

Η Καρολίνα πήρε την κούπα του καφέ ανάμεσα στις παλάμες της, ήπιε μια γουλιά και καθισμένη οκλαδόν πια απέναντί του, τον ρώτησε κοιτώντας τον στα μάτια:

«Γιατί δε μου λες τι έχεις; Είναι βδομάδες τώρα που σε νιώθω βαρύ κι απόμακρο, σαν κάτι να σου τρώει τα σωθικά. Κι ο αποψινός εφιάλτης φοβάμαι πως δεν ήταν απλά ένα τυχαίο γεγονός...»

«Όλα τα όνειρα δεν λένε πως έχουν μια λογική εξήγηση που βρίσκεται στο υποσυνείδητο του καθενός;» συνέχισε με την ίδια επιφανειακή χαλαρότητα ο Μάρκος. Ήξερε πως δεν μπορούσε να ξεγελάσει τόσο εύκολα το ένστικτό της, αλλά δεν είχε διάθεση να κάνει αυτήν την κουβέντα αυτή τη στιγμή.

«Καλά, εσύ μπορείς να λες ό,τι θες. Ξέρω όμως πότε δεν μου λες την αλήθεια. Νόμιζα πως ένιωθες άνετα να συζητάς μαζί μου τα πάντα.» ολοκλήρωσε και τον κοίταξε μ’ αυτό το βλέμμα που τον έριχνε ανήμπορο στα σκοινιά.

«ΟΚ, αφού θες τόσο πολύ να μάθεις!» της πέταξε κάπως πειραγμένος ο Μάρκος κι έπιασε τον φορητό υπολογιστή του από το τραπεζάκι. «Σου έχω πει για το τι γίνεται στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια, έτσι;»

«Ναι, βέβαια, μου ’χες πει αρκετά όταν είχες επιστρέψει. Αν και τελευταία δεν τα πολυαναφέρεις, για να είμαι ειλικρινής»

«Λοιπόν, αυτό έγινε την προηγούμενη εβδομάδα σε μια διαμαρτυρία συνταξιούχων στην Αθήνα», συνέχισε δείχνοντάς της ένα ερασιτεχνικό βίντεο στο youtube. «Εδώ είναι η ελληνική βουλή, εδώ η πλατεία Συντάγματος, μέσα σ’ ένα σύννεφο χημικών αερίων κι εδώ...» έβαλε τον δεξί του δείκτη πάνω στη οθόνη κι έδειξε δύο φιγούρες που ολοένα μεγάλωναν «...είναι ένας διαδηλωτής που φωνάζει σ’ έναν αστυνομικό. Του λέει πως έχει δικαίωμα να διαμαρτύρεται και δεν πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται σαν εγκληματίας, πως η γυναίκα του πέθανε από καρκίνο μέσα σε φρικτούς πόνους, γιατί δεν μπορούσε να πληρώσει τα φάρμακά της, πως από περήφανος άνθρωπος είχε καταντήσει ζητιάνος για να βγάλει τον προηγούμενο χειμώνα, πως ο αστυνομικός θα έπρεπε να ντρέπεται για τις εντολές που εκτελεί, να ντρέπεται να κοιτάξει τη μάνα του στα μάτια.»

Εκείνη τη στιγμή, το χημικό όπλο που βρισκόταν στα χέρια του αστυνομικού έκανε ένα απαλό πρρφφφφτ κι ένα μικρό σύννεφο κάλυψε το πρόσωπο του διαμαρτυρόμενου άνδρα. Γούρλωσε τα μάτια, το πρόσωπό του κοκκίνισε, έβηξε μακρόσυρτα δυο φορές σαν να πνιγόταν και μετά σωριάστηκε πάνω στο παρτέρι. Ο σαστισμένος αστυνομικός κούνησε αρχικά με την μπότα του το πεσμένο σώμα, μετά γονάτισε δίπλα στον ηλικιωμένο για μερικά δευτερόλεπτα σαν κάτι να σκεφτόταν, σηκώθηκε αργά, οπισθοχώρησε, γύρισε την πλάτη στην κάμερα και χάθηκε στους καπνούς που φαίνονταν στο βάθος του πλάνου.

Όλη αυτήν την ώρα που ο Μάρκος περιέγραφε με κομμένη ανάσα, η Καρολίνα παρατηρούσε σκεφτική και τώρα που τα βουρκωμένα μάτια του είχαν μείνει κολλημένα στο παγωμένο πλάνο, η καρδιά της σφίχτηκε.

«Αυτό που μόλις είδες δεν αναμεταδόθηκε από κανένα τηλεοπτικό κανάλι μεγάλης εμβέλειας», συνέχισε ξέπνοα. «Ο ηλικιωμένος άνδρας πέθανε από χημική δηλητηρίαση σύμφωνα με την ιατρική γνωμάτευση. Οι ειδήσεις είπαν πως ο άτυχος άνδρας βρέθηκε κατά λάθος εγκλωβισμένος μέσα σε καπνούς από δακρυγόνα, κάτι που δυστυχώς απέβη μοιραίο για την κλονισμένη του υγεία. Τόσο μετράει πια η ανθρώπινη ζωή στη χώρα μου!» κι η κούπα του καφέ του έγινε χίλια κομμάτια στον απέναντι τοίχο.

Σηκώθηκε προσπερνώντας το τρομαγμένο βλέμμα της Καρολίνας και με αργά βήματα προσέγγισε το παράθυρο. «Κι εγώ είμαι εδώ, τόσο μακριά, να βασανίζομαι εκ του ασφαλούς!» ολοκλήρωσε με μια δόση ειρωνείας, πριν ο βαθύς αναστεναγμός του ξεδιαλύνει την ομίχλη στο μυαλό του.

Οι σταγόνες της βροχής έγλειφαν το τζάμι του μαύρου ταξί και τα μάτια του Μάρκου ακολουθούσαν τη διαδρομή τους ως τη βάση του παραθύρου. Το δρομολόγιο προς το αεροδρόμιο Χίθροου ήταν το τελευταίο μιας σειράς από γεγονότα που συνέβησαν διαδοχικά μέσα σε δεκατρείς μέρες από εκείνη την ομιχλώδη Κυριακή. Την επομένη κιόλας, ανακοίνωσε ξερά την παραίτησή του στον μάνατζέρ του, ενώ εξίσου λιτά ενημέρωσε τους δικούς του για την επιστροφή του, χωρίς να δώσει κάποια αιτιολογία. Στην Καρολίνα από την άλλη, δεν χρειάστηκε να εξηγήσει κάτι. Άλλωστε, η Καρολίνα καταλάβαινε, πάντα καταλάβαινε. Κι ήξερε πως θα του λείψει...

Στους μόνους, λοιπόν, που είπε κάτι παραπάνω ήταν στους παλιούς του συντρόφους, τους επί τρία χρόνια συνοδοιπόρους στην έκφραση της κοινωνικής αντίδρασης, αυτούς που απάρτιζαν το μικρό, ακομμάτιστο κομμάτι των –τόσο λανθασμένα αποκαλούμενων– «αγανακτισμένων». Ουσιαστικά, δηλαδή, μόνο με τον Τζίμη μίλησε:

«Γεια σου, φιλαράκι, τι κάνεις;» τον ρώτησε με ζεστή φωνή.

«Βρεεεε, καλώς τονα κι ας άργησε! Πού ’σαι συ, ρε καρντάσι, ζεις;» ήρθε η βραχνιασμένη απάντηση από την άλλη μεριά.

«Χαχα, ζω! Ζω κι ετοιμάζομαι να βασιλέψω!» είπε ο Μάρκος, χαρούμενος που άκουγε μετά από καιρό τον φίλο του. «Λοιπόν άκου, στις είκοσι δύο του μηνός, επιστρέφω Σαλόνικα. Οριστικά. Θέλω να κανονίσεις να βρεθούμε το βραδάκι και να μαζέψεις και τους άλλους. Τους βλέπεις καθόλου;»

«Ναι, ρε, πώς δεν τους βλέπω! Σχεδόν κάθε μέρα μαζί είμαστε. Μαζευόμαστε και κλαίμε τη μοίρα μας, χαχαχα!» απάντησε με αυτοσαρκασμό ο Τζίμης. «Πώς και τ’ αποφάσισες να γυρίσεις; Έγινε κάτι;».

«Μμμ, περίπου. Τα σημαντικότερα όμως είναι αυτά που θα γίνουν από ’δω και πέρα. Λοιπόν, ετοιμάσου, γιατί έρχομαι φορτσάτος και γεμάτος ιδέες.»

«Α, ωραία, τώρα ’κονομήσαμε! Χαχαχα! Ωπ, χτυπάει άλλη γραμμή, πρέπει να σ’ αφήσω».

«Έγινε, αγορίνα, θα τα πούμε στις είκοσι δύο. Μου ’λειψες...»

«Κι εμένα, ρε μπαγάσα. Άντε, καλώς να μας ορίσεις! Φιλιά!»

Mερικές ώρες αργότερα, οι τροχοί του Airbus άγγιζαν τον διάδρομο του αεροδρομίου «Μακεδονία». Ξεδίπλωσε το χαρτί που κρατούσε στα χέρια του, τελευταίο σημείωμα από την Καρολίνα και το διάβασε για πολλοστή φορά:

«Μάρκο μου,

Θέλω να σου πω τόσο πολλά και πάλι τίποτα. Μέχρι να σε ξαναδώ, σ’ αφήνω με τους στίχους του Ραούλ Γκόμες Χάτιν:

Μα τόσο εγώ σε αγαπώ όσο πάντα

Τόσο όσο μπορείς να φανταστείς

Κι είμαστε τόσο μακριά

Όσο ο ήλιος από τη θάλασσα.

Δική σου για όσο ήμουνα,

Καρολίνα»

Κατέβηκε αργά τη σκάλα του αεροπλάνου και προχώρησε μαζί με τους συνεπιβάτες του προς το μικρό λεωφορείο που θα τους πήγαινε στο κυρίως κτήριο του αεροδρομίου. Κοντοστάθηκε και κοίταξε τριγύρω του. Ένας καθαρός ήλιος έριχνε το φως του πάνω στο γνώριμο τοπίο, ενώ ο υγρός αέρας έστελνε το κρύο μέχρι τα κόκαλά του.

Πολλές φορές είχε νοσταλγήσει αυτόν τον χειμωνιάτικο ήλιο, που αναζωογονούσε τις αισθήσεις του. Κι ενώ ελάχιστες θυμόταν να μην τον πείραζε η υγρή ατμόσφαιρα, ένιωθε σίγουρος πως ποτέ άλλοτε το πάτημά του στη γη δεν ήταν τόσο στέρεο.

Βιογραφικό συγγραφέα

Ο Χάρης Τσότσος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1976, μεγάλωσε στην Καβάλα κι επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη για σπουδές στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.

Τις προπτυχιακές σπουδές διαδέχτηκαν οι μεταπτυχιακές στο Πανεπιστήμιο Μπρουνέλ του Δυτικού Λονδίνου και μία τριετής επαγγελματική εμπειρία. Με την επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη έκλεισε ένας πρώτος κύκλος, όπως συνηθίζει να λέει.

Μοιράζεται τη ζωή του με τη γυναίκα και των τριών μηνών γιο του, ενώ εργάζεται ως μηχανικός πωλήσεων. Έγραφε απ’ όσο θυμάται τον εαυτό του, αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύει κάτι. Ίσως γιατί πιστεύει πως, ειδικά σήμερα, η σιωπή είναι πολυτέλεια.



Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης