Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Ο Λούλης και οι αναπάντεχες εκπλήξεις

Χριστίνα Κουρλή

3o Βραβείο στην Κατηγορία Παιδικά-Εφηβικά του έτους 2016

Είναι βράδυ. Έξω τα φώτα τρεμοπαίζουν. Δεν υπάρχει ψυχή. Μόνο ένα καπέλο, ο Λούλης, περιπλανιέται στους δρόμους της απέραντης πόλης και ονειρεύεται πώς θα ήταν να πετάει στον καταγάλανο ουρανό. Έχει και ένα μυστικό που δεν το ξέρει κανείς παρά μόνο ο ίδιος: θέλει να μάθει να πετάει. Βέβαια, αυτό αποκλείεται να συμβεί ποτέ, γιατί όλοι ξέρουν πως μόνο τα πουλιά μπορούν να πετούν και να βλέπουν όλα όσα θέλει να δει και ο Λούλης.

Καθώς περιπλανιέται, ακούει ένα δυνατό φρενάρισμα και τρομάζει τόσο πολύ που πετιέται και πέφτει μέσα στον υπόνομο. Ο υπόνομος βρομάει αηδιαστικά. Ούτε μια μύγα δεν μπορεί να αντέξει την απαίσια μυρωδιά του. Κι εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνει πως έχει παγιδευτεί μέσα του, αλλά δεν προλαβαίνει να το σκεφτεί, γιατί βλέπει ένα στιλό να έρχεται προς το μέρος του. Αυτό δεν είναι καλό, γιατί τα στιλό είναι ο χειρότερος εχθρός των καπέλων από την εποχή που κήρυξαν τον πόλεμο ενάντια στα αθώα καπέλα.

Αρχηγός τους ήταν τότε ο Ρίτσαρντ, ένας Φάμπερ Καστέλ χρώματος μπλε, που τους είχε διατάξει να εισβάλουν σε έναν οίκο καπέλων που χρησιμοποιούσε το σλόγκαν «καλύψτε τα καραφλά κεφάλια με ένα μοντέρνο καπέλο μας». Ο στόχος ήταν να φτύσουν πάνω τους όλο τους το μελάνι μέχρι τα καπέλα να παραδοθούν και να τους δώσουν τον οίκο για να τον μετατρέψουν σε ένα εργοστάσιο στιλό.

Πολύπλοκες αλλά και δυσάρεστες σκέψεις αρχίζουν να γεμίζουν το μυαλό του.

«Ωχ! Τι θα κάνω εάν μου επιτεθεί; Αν αρχίσει να μου βγάζει τις κλωστές μία μία μέχρι και την τελευταία; Ηρέμησε, Λούλη, θα τα καταφέρεις» ενθαρρύνει τον εαυτό του. Μόλις το στιλό τον πλησιάζει και άλλο, ο Λούλης, το γενναίο και έξυπνο αυτό καπέλο, πέφτει κάτω στα βρόμικα και πράσινα νερά του υπονόμου και κάνει πως πνίγεται, μήπως και το στιλό δείξει ελεημοσύνη και δεν τον σκοτώσει. Τελικά, όλα είναι μέσα στο μυαλό του, το στιλό απλώς περνάει από δίπλα του χωρίς καν να τον αγγίξει.

Ο Λούλης συνεχίζει την πορεία του και όσο πιο βαθιά μπαίνει μέσα στον υπόνομο, τόσο πιο έντονη είναι η μυρωδιά του. Ώσπου εκεί που αρχίζει να χαλαρώνει και να σκέφτεται πως δεν υπάρχει άλλος κίνδυνος πια, ένα μπαλόνι ξεπροβάλλει μπροστά του, είναι κόκκινο σαν το χρώμα της ώριμης ντομάτας και κρατάει μια ωραία πράσινη τσάντα σαν το χρώμα μιας άγουρης ντομάτας τουρσί και του λέει με γλυκιά φωνή, όπως αρμόζει σε ένα ευγενικό μπαλόνι: «Ακολούθησέ με!»

Ο ήρωάς μας χωρίς να το σκεφτεί καθόλου ακούει το μπαλόνι και το ακολουθεί. Αυτό τον οδηγεί σε μια παλιά, σκουριασμένη και κλειδωμένη με πέντε κλειδαριές πόρτα και φεύγει δίνοντας στον Λούλη την τσάντα. Φυσικά, όπως θα έκανε και ο καθένας μας, αναρωτιέται γιατί να τον έφερε εδώ και αφού δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το μάθει ανοίγει την τσάντα. Και τι να δει; Η τσάντα έχει μέσα τα τέσσερα από τα πέντε κλειδιά και ένα σημείωμα που γράφει:

«Εάν το τελευταίο κλειδί θέλεις να βρεις,

πρέπει στο σωστό μέρος να ψάξεις,

εκεί που η μέρα είναι νύχτα να βρεθείς

και η νύχτα μέρα να κοιτάξεις».

Ο Λούλης μετά από πολλή σκέψη καταλαβαίνει πως το μπαλόνι εννοεί τη σπηλιά του Δρακόσαυρου, γιατί εκεί την ημέρα είναι όλα σκοτεινά, επειδή η σπηλιά είναι βαθιά κοντά στον πυρήνα της γης, αλλά τη νύχτα ο Δρακόσαυρος παίρνει λάβα από τον πυρήνα και φωτίζει την σπηλιά του, για να μπορεί να ολοκληρώσει τη σήραγγα που κάνει, για να ανέβει στην επιφάνεια της γης. Οι φήμες λένε πως ο Δρακόσαυρος είναι ένα τέρας με κεφάλι δράκου και σώμα σαύρας που έχει οκτώ γουρλωτά τεράστια μάτια και από τη μύτη του πετάγονται κιτρινοκόκκινες φλόγες.

Αν και φοβάται πολύ αποφασίζει να πάει, εφόσον είναι η μόνη λύση για να ξεφύγει. Η σπηλιά του Δρακόσαυρου βρίσκεται κάτω από τον υπόνομο και πρέπει να βρει την αρχή της σήραγγας που εκείνος έχει ανοίξει για να πέσει μέσα της. Μόλις φτάνει στη σπηλιά φωνάζει:

«Είναι κανείς εδώ;»

«Όχι!» απαντάει μία βροντερή και βραχνή φωνή.

«Τι; Ποιος είναι; Βγες έξω αν τολμάς! Δεν έχω κάποια ζώνη στο καράτε, αλλά έχω μία για το παντελόνι μου! Και παρεμπιπτόντως, μπορούμε να το λύσουμε με διάλογο».

«Μιλάς πολύ!» απαντάει η ίδια φωνή.

Ο Λούλης αρχίζει να φοβάται, αλλά τότε θυμάται πως είναι καπέλο προορισμένο για ένα καραφλό κεφάλι ανθρακωρύχου και διαθέτει ένα φωτάκι στο κέντρο του. Μόλις το ανοίγει, ο Δρακόσαυρος εμφανίζεται μπροστά του και εκτυφλώνεται από το λαμπερό φως του. Ο Λούλης όμως προλαβαίνει να δει ότι ο Δρακόσαυρος δεν είναι το φοβερό τέρας που πιστεύουν όλοι, αλλά ένα κοντό κουνέλι με τρία μάτια που από τη μύτη του δεν πετάγονται φλόγες, παρά μόνο μοβ και ροζ σερπαντίνες.

Ο Λούλης πάλι χωρίς να σκεφτεί λέει: «Δώσε μου το κλειδί να τελειώνουμε, θέλω επιτέλους να βγω στο φως!»

«Μη βιάζεσαι! Θα το πάρεις το κλειδί, εάν λύσεις αυτόν τον δύσκολο γρίφο. Και σε πληροφορώ κανένας δεν μπόρεσε ποτέ να τον λύσει. Ο γρίφος είναι: «Τι είναι αυτό που έχει τρία μάτια και πετάει ροζ και μοβ σερπαντίνες από τη μύτη του;»

«Εσύ!» απαντάει αμέσως ο Λούλης.

«Μα τα τρία μου μάτια, αυτό είναι αδύνατον! Πώς γίνεται να έλυσες αυτόν τον γρίφο; Αφού στην αρχή ούτε και εγώ δεν μπορούσα να τον λύσω!» είπε με τόσο δυνατή φωνή που μερικές πέτρες έπεσαν από τους βράχους. «Θα σου βάλω έναν ακόμα γρίφο, αν όμως δεν καταφέρεις να τον λύσεις, θα μείνεις εδώ μαζί μου για την υπόλοιπη ζωή σου».

Ο Λούλης σκέφτεται ότι είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να τον λύσει σωστά, έτσι παίρνει μια βαθιά αναπνοή και λέει στον Δρακόσαυρο να ξεκινήσει.

«Άκου προσεκτικά», λέει ο Δρακόσαυρος «θα σου τον πω μόνο μία φορά και θα σου δώσω διορία πέντε μέρες να περιπλανηθείς στον υπόνομο. Αλλά, αν δεν έχεις γυρίσει μέχρι την πέμπτη μέρα, να ξέρεις πως θα εγκλωβιστείς μέσα του για πάντα. Τι είναι μαύρο έχει οκτώ πόδια, τόσο μαλλιαρά, όπως οι τρίχες στα πόδια μια αρκούδας και τρομάζει τον κόσμο τόσο που χάνει τη μιλιά του;»

Ο Λούλης κλείνει τον φακό του και σκεπτικός ξεκινάει για τον υπόνομο. Δεν ακούει τίποτα παρά μόνο μερικές σταγόνες νερού που στάζουν από τους σκουριασμένους στύλους στα βρόμικα νερά του υπονόμου. Για μια στιγμή όμως ακούγεται ένας παράξενος θόρυβος που κανείς ποτέ δεν έχει ακούσει όμοιο. Μοιάζει με τρίξιμο πόρτας αλλά ταυτόχρονα με το γλυκό κλάμα ενός κουταβιού. Ο Λούλης συλλογίζεται πως αυτός ο ήχος μπορεί να είναι το τέρας που ψάχνει και, πριν προλάβει να ολοκληρώσει την σκέψη του, τον ακούει ξανά. Φοβισμένος γυρνάει στην αντίθετη πλευρά του υπονόμου για να δει και συνειδητοποιεί πως εκεί δεν υπάρχει τίποτα και έτσι συνεχίζει να περπατάει.

Την πορεία του διακόπτει μία τρίχα που σκοντάφτει πάνω της. Την πιάνει στα χέρια του για να την περιεργαστεί και σκέφτεται πως μπορεί να έπεσε από τα πόδια του τέρατος που ψάχνει. Τρισευτυχισμένος πάει να βάλει το πρώτο στοιχείο στην τσέπη του, αλλά τον σταματάει μία περίεργη και ίσως σωστή σκέψη.

«Το βρήκα!» αναφωνεί. «Θα αφήσω μία ξυριστική μηχανή στη μέση του υπονόμου, για να την δει το τέρας και να την πάρει για να ξυρίσει τα τριχωτά του πόδια, κι όταν πάει να την πιάσει, θα ρίξω πάνω του ένα δίχτυ για να το παγιδεύσω. Θα του πω πως αν δεν μου πει το όνομά του, θα το αφήσω παγιδευμένο στο δίχτυ μέχρι να πεθάνει από έλλειψη φαγητού και νερού. Ναι, αυτό θα κάνω!»

Έτσι ο Λούλης αποφασισμένος και σίγουρος πως θα τα καταφέρει αρχίζει να στρώνει το σχέδιό του. Μόλις το τελειώνει, αναφωνεί σκουπίζοντας το μέτωπό του για να διώξει τον ιδρώτα: «Φσιου! Για να δούμε τώρα, θα αντισταθεί στην ξυριστική μηχανή;»

Κρύβεται πίσω από έναν γιγάντιο βράχο και περιμένει. Πράγματι μετά από λίγο το τέρας έρχεται και ο Λούλης καταφέρνει να το πιάσει στο δίχτυ του.

«Μη μου κάνεις κακό, σε παρακαλώ!» λέει το τέρας.

«Δεν θα σου κάνω κακό, απλώς θέλω να μου πεις το όνομά σου, ώστε να το πω στον Δρακόσαυρο και να με αφήσει να βγω ξανά στο φως του ήλιου».

«Αν σου πω το όνομά μου, θα με αφήσεις ελεύθερη;» ρωτάει το τέρας.

«Ναι, γιατί όχι;»

«Και πώς ξέρω ότι σίγουρα θα με αφήσεις ελεύθερη και δεν θα με σκοτώσεις;» ξαναρωτάει το τέρας.

«Καλά, λοιπόν, αφού δεν θέλεις να μου το πεις, θα σε πάω ολόκληρη στον Δρακόσαυρο».

Ο Λούλης το είπε και το έκανε. Παίρνει το τέρας μέσα στο δίχτυ και το πάει στον Δρακόσαυρο. Μέσα στη σπηλιά του δεν βλέπει κανέναν. Περιμένει λίγα λεπτά και μετά εκείνος βγαίνει από μία σκοτεινή πλευρά της σπηλιάς, αντικρύζει το τέρας και μένει ακίνητος σαν κολόνα.

«Δρακόσαυρε, ορίστε η απάντηση στο αίνιγμά σου, αυτοπροσώπως».

Το τέρας ανοιγοκλείνει τα μάτια του και λέει στον Δρακόσαυρο: «Δεν θα μου πείτε το όνομά σας, κύριε; Εμένα με λένε Τίνα, υποκοριστικό του Τερατίνα».

Ο Δρακόσαυρος φανερά ερωτευμένος τρέχει κοντά της και πέφτει στα πόδια. «Αγαπητή, Τίνα, το ξέρω πως δεν γνωριζόμαστε, αλλά θα ήθελα να έχω την τιμή να γίνω σύζυγός σου. Έχω ακούσει τόσα για σένα!»

«Φυσικά, καλέ μου» απαντάει η Τίνα και τρεμοπαίζει τα βλέφαρά της.

Ο Λούλης βλέπει το κλειδί να κρέμεται από την τσέπη του Δρακόσαυρου και χωρίς να χάσει την ευκαιρία, αλλά και χωρίς να χαλάσει αυτήν την όμορφη στιγμή, το αρπάζει και φεύγει όσο πιο γρήγορα μπορεί. Τώρα έχει όλα τα κλειδιά. Κάνοντας γρήγορα πηγαίνει στη σκουριασμένη πόρτα, την ξεκλειδώνει και τρέχει ευτυχισμένος να βγει έξω. Μετά από μερικά βήματα ένα μπαλόνι τον αρπάζει και τον ανεβάζει επάνω του. Ο Λούλης τρομαγμένος αρχίζει να φωνάζει, αλλά συνειδητοποιεί ότι το μπαλόνι αυτό είναι εκείνο που είχε συναντήσει στην αρχή της περιπέτειάς του, εκείνο που του έδωσε την τσάντα.

Και έτσι ο Λούλης, το γενναίο αυτό καπέλο, πραγματοποίησε, χωρίς να προσπαθήσει καν, το όνειρό του. Ταξίδεψε στον γαλάζιο ουρανό καθισμένο όχι πάνω σε κάποιο κεφάλι αλλά σε ένα μπαλόνι. Και μια μέρα –πού ξέρετε;– ίσως πραγματοποιηθεί και το δικό σας όνειρο, αν είστε γενναίοι και προσπαθείτε γι’ αυτό!

Βιογραφικό συγγραφέα

Η Χριστίνα Κουρλή γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και είναι μαθήτρια της Α΄ γυμνασίου στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμαριάς. Από μικρή ηλικία φάνηκε η αγάπη της στη ζωγραφική και τις κατασκευές αλλά και το ενδιαφέρον της στο διάβασμα και το γράψιμο. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα στο Εργαστήρι Ζωγραφικής στη ΧΑΝ Καλαμαριάς και στον ελεύθερο χρόνο της καταπιάνεται με τα πινέλα και τα χρώματα.

Ο περσινός Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ ήταν η αφορμή να βάλει τη φαντασία της στο χαρτί και να γράψει το διήγημα «Βέττα και Μπομπ», που πήρε την 1η θέση. Φέτος ανακάλυψε και μια ακόμη αγάπη, αυτή της θεατρικής έκφρασης, συμμετέχοντας στη θεατρική ομάδα του σχολείου της, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της καθηγήτριάς της, κ. Έφης Ζιώγα. Οι πρόβες για την παράσταση «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» βρίσκονται στην τελική ευθεία.



Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης