Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Της ζωής τα σύννεφα

Ευαγγελία Ζαρκάδα

3o Βραβείο στην Κατηγορία Παιδικά-Εφηβικά του έτους 2016

Τι είναι η ζωή; Και ποιοι είμαστε εμείς που μπορούμε να την εξηγήσουμε; Άμα κοιτούσαμε καλύτερα στον καμβά ενός δάσους, θα παρατηρούσαμε σίγουρα πολλά πράγματα που βρίσκονται δίπλα μας. Σε ένα δάσος. Γίνεται όμως αυτό; Τα παραμύθια είναι πιο όμορφα από την πραγματικότητα, αλλά όλα θα ήταν πολύ πιο εύκολα, αν μπορούσαμε να δούμε την πραγματικότητα. Αν όντως υπάρχει. Τελικά τι είναι η ζωή;

Ξύπνησα κι έβρεχε. Το δάσος έμοιαζε πιο σκοτεινό από ποτέ. Δεν πάει καιρός που με έδιωξαν από το σπίτι. Όταν ο κύριος και η κυρία Παπαδοπούλου απέκτησαν γιο, ένα σκυλί ήταν περιττό στην οικογένεια. Κι έτσι κατέληξα να περιπλανιέμαι νύχτα μέρα σε τούτο το έρημο δάσος που θαρρείς όλο και μεγαλώνει, όλο και σκοτεινιάζει κι εγώ χάνομαι στην ατέρμονη σιωπή του. Κάπου εδώ είχα βρει εχθές να φάω. Αυτές τις μέρες έχω μάθει όσα δεν έμαθα μια ζωή. Εδώ οι κανόνες είναι αλλιώς. Αν δεν φας θα σε φάνε. Καμία σχέση με τα σαλόνια της κυρίας Παπαδοπούλου, αν και μπορώ να πω πως έχω αρχίσει να ξεχνώ εκείνες τις εποχές. Πρέπει να κυνηγήσω, αλλιώς δε θα επιβιώσω και μου είναι τόσο δύσκολο, όσο κι αν το θέλω να φερθώ βίαια σε μικρότερο ζωάκι.

Μου αρέσει πολύ να κάθομαι στον κορμό αυτού του δέντρου και να χαζεύω με τις ώρες τα πουλιά, μα σήμερα τα σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό και δε μπορώ να δω τίποτα άλλο. Τόσο περίεργα τα σύννεφα... θα ήθελα να τα αγγίξω. Ίσως αν τα ρωτούσα γιατί είναι τόσο θλιμμένα... Το κλάμα τους βρέχει τη γούνα μου και κρυώνω. Μάλλον τα δάκρυα είναι ο πάγος της ψυχής τους που λιώνει. Και όταν λιώνει, δίνει ζωή ή παίρνει ζωή. Σίγουρα όμως τα κάνει να γίνονται πιο ελαφριά. Περίεργο πράγμα τα σύννεφα... Βαρέθηκα και το στομάχι μου πονούσε αφόρητα. Ένιωθα πως είχα αρχίσει να χάνω τις δυνάμεις μου. Η ασφάλεια του σπιτιού δεν συγκρίνεται με τίποτα και το κατάλαβα τώρα. Ακόμα κι αν με πετάξατε στον δρόμο, θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη, κυρία Παπαδοπούλου, που σας δάγκωσα τις παντόφλες.

Περπατούσα στο ερεβώδες κλίμα του πυκνού από δέντρα δάσους. Πού και πού ακουγόταν το θρόισμα των φύλλων. Ήταν σαν να με καλούσαν να πάω κοντά τους, να γίνουμε φίλοι. Μα δεν τα έβλεπα πουθενά, διότι ο ζόφος που με περικύκλωνε δεν έλεγε να φύγει κι εγώ όλο και έχανα το κουράγιο μου.

Έπειτα με πλησίασε ένα ζώο. Χάρηκα που θα έβρισκα κάποιον στο ύψος μου να μιλήσω. Όταν ήρθε αρκετά κοντά μου, αντιλήφθηκα πως ήταν αλεπού. Μέσα στη νύχτα τα μάτια της γυάλιζαν. Μου φάνηκε αλήθεια τόσο όμορφη κι αμέσως θέλησα να της μιλήσω, να τη γνωρίσω. Μόλις πήγα να σηκωθώ, το πόδι μου γδάρθηκε σε ένα μυτερό κομμάτι ξύλο και πόνος διαπέρασε το κορμί μου, μα αυτό δεν είχε τώρα σημασία.

«Τι γυρεύεις εσύ εδώ;» μου είπε σχεδόν ψιθυριστά και η καρδιά μου σπαρτάρησε από άγχος. Ένιωθα λες και κάποιος πήρε ένα φτερό και γαργαλούσε το στομάχι μου.

«Δεν ξέρω πού είμαι, έχω χαθεί», μουρμούρισα και η απελπισία μου έγινε πραγματικά φανερή στη μικρή αλεπού.

Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα κι αφού η αλεπού επεξεργάστηκε την κατάστασή μου, ξέσπασε σε γέλια κι άρχισε να κάνει κύκλους γύρω μου.

«Ώστε... δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι;» με ρώτησε ειρωνικά κι εγώ ντράπηκα όσο ποτέ στη ζωή μου.

«Μπορείς να με βοηθήσεις; Εννοώ... Αν ξέρεις κάποιο ασφαλές μέρος να περάσω την υπόλοιπη νύχτα ή πού μπορώ να βρω λίγο πόσιμο νερό να πιω και κάτι να φάω. Σε παρακαλώ!» της είπα σχεδόν κλαίγοντας.

Η αλεπού συνέχισε να με κοιτάει σκεπτική. Αλήθεια φαινόμουν κουρασμένος μα συνάμα γεμάτος όρεξη για ζωή. Αταίριαστος συνδυασμός σε μια τόσο ταιριαστή στιγμή. Ανέμενα με αγωνία την απάντησή της, αφού αλήθεια ένα θετικό σχόλιο θα ήταν για εμένα έναυσμα για ανάταση της ψυχής μου που απογοητευόταν ολοένα και περισσότερο!

«Κι εγώ τι θα κερδίσω;» με ρώτησε απότομα. Η στάση της αυτή με χτύπησε στο κεφάλι σαν κεραυνός. Δεν περίμενα ποτέ κάτι τέτοιο.

«Είμαι ένας ταπεινός σκύλος. Τι ζητάς;» της αποκρίθηκα εγώ. Είχα αρχίσει να αντιλαμβάνομαι πως η αλεπού δεν ήθελε να γίνουμε φίλοι. Αλλά δεν μπορούσα να το πιστέψω. «Πώς σε λένε;» τη ρώτησα φιλικά.

Η αλεπού αντιλήφθηκε τις αγνές προθέσεις μου. Κρυφοψιθύρισε κάτι κι έπειτα μου αποκρίθηκε κουνώντας αργά το κεφάλι. «Ακολούθησέ με. Ξέρω ένα μέρος ειδικά για εσένα». Η φωνή της είχε γίνει γλυκιά. Αμέσως μια έκφραση ανακούφισης παρουσιάστηκε στο πρόσωπό μου ή στην ψυχή μου. Ξαφνικά τα σύννεφα αραίωσαν πολύ ή έτσι μου φάνηκε. Ήθελα να την αγκαλιάσω, να της πω πόσο ευγνώμων ήμουν που με βοηθούσε. Ωστόσο αρκέστηκα στο να την ευχαριστήσω.

«Μα δε μου είπες. Πώς σε λένε;» τη ρώτησα γεμάτος περιέργεια. Δεν πήρα για απάντηση παρά ένα γνέψιμο να την ακολουθήσω. Ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε ένα δρομάκι γεμάτο πέτρες και άγρια λουλούδια, από τα οποία κάποια μας χαιρετούσαν ευγενικά, ενώ άλλα ήταν γεμάτα με αγκάθια και προσπαθούσαν ύπουλα να μας γδάρουν τα πόδια. Η αλεπού προχωρούσε σιωπηλή και μόνο όταν την χαιρετούσαν τα ψηλά δέντρα τους ανταπέδιδε τον χαιρετισμό. Ήταν περίεργο, γιατί τη φώναζαν με διαφορετικά ονόματα κι αυτή απαντούσε σε όλα.

Είδα και όμορφα λουλούδια. Μάλιστα, ένα με φώναξε να πάω κοντά του κι εγώ έσκυψα και το μύρισα. Το άρωμά του με μέθυσε κι ένιωσα να ενώνονται όλα τα σπασμένα κομμάτια της ψυχής μου. Ήθελα τόσο πολύ να το πάρω μαζί μου, αλλά δεν μπορούσα κι έφυγα αφήνοντάς το πίσω μου, θλιμμένο και μόνο. Σπάραξε η καρδιά μου, μα δεν το άφησα να φανεί. Περπατούσαμε κάμποση ώρα και ο αποχωρισμός με το λουλούδι ήταν για εμένα ένας εσωτερικός θρήνος, που σε συνδυασμό με την κούραση, τη δίψα και τα ματωμένα πόδια μου, με οδηγούσε σε ένα επώδυνο συναίσθημα, το οποίο σαν λάβα έκαιγε τα σωθικά μου. Τώρα δεν μπορούσα να σταματήσω, είχαμε σχεδόν φτάσει -πίστευα- και επιπλέον δεν ήθελα να ρισκάρω να φύγω μόνος.

Η αλεπού σταμάτησε απότομα και μέχρι να τη ρωτήσω τι συνέβη ούρλιαξε γρήγορα: «Τρέξε!» και χάθηκε σα σίφουνας από τα μάτια μου. Πραγματικά δεν ήξερα τι να κάνω, άρχισα να τρέχω προς κάποια κατεύθυνση τυφλά, όμως δεν είχα άλλες δυνάμεις.

«Βοήθεια!» φώναξα, αλλά το δάσος ήταν πιο αφιλόξενο από ποτέ και το λουλούδι μου μακριά μου. Δεν μπορούσα να πάρω κουράγιο από πουθενά. Δεν είχα σπίτι, δεν είχα να φάω, δεν είχα κάποιον να με βοηθήσει ή τουλάχιστον να μου κρατήσει συντροφιά την κρύα τούτη νύχτα. Χαμένος στις σκέψεις μου αιφνιδιάστηκα από το πέρασμα μιας κουκουβάγιας, η οποία με άγγιξε με τα φτερά της και ύστερα πέταξε μέχρι την εσοχή του διπλανού δέντρου, όπου κάθισε και μου χαμογέλασε. Είχα ακούσει δεκάδες παραμύθια από την κυρία Παπαδοπούλου για τις κουκουβάγιες, για τη σοφία και την ιδιαίτερη εξυπνάδα τους. «Σώθηκα!» σκέφτηκα και τα σύννεφα που είχαν αρχίσει να μαυρίζουν πάλι, συρρικνώθηκαν ξαφνικά. Ποτέ δεν θα καταλάβω τα σύννεφα.

«Κυρία κουκουβάγια, είμαι ένας διψασμένος σκύλος και ζητώ ταπεινά τη βοήθειά σας. Εσείς ξέρετε, κατατοπίστε με, σας παρακαλώ! Έχασα και τη φίλη μου και...»

«Ξέρεις κανένα ανέκδοτο;» με διέκοψε με χοντρή φωνή.

«Ορίστε; Όχι, αναρωτιόμουν αν θα μπορούσατε να με βοηθήσετε...» Σταμάτησα τη φράση μου, γιατί η κουκουβάγια είχε ήδη πετάξει μακριά κάνοντας έναν μορφασμό απαξίωσης. Είχα χάσει άραγε τα λογικά μου; Αυτή η κουκουβάγια μόνο έξυπνη δεν ήταν. Μα οι κουκουβάγιες δεν είναι το ζώο της σοφίας;

Κάθισα ώρα πολλή, ώρα ατέλειωτη να συλλογίζομαι τα γεγονότα της ζωής μου. Μία αλεπού με πολλά ονόματα, μια κουκουβάγια χωρίς μυαλό... Περίεργο δάσος ή μήπως εγώ ήμουν περίεργος; Οι σκέψεις μου, τυλιγμένες με την αχλή του απροσδιόριστου, θόλωσαν το μυαλό μου. Έπρεπε να δράσω, αν ήθελα να σωθώ. Περπάτησα προς το δρομάκι πίσω και στον δρόμο μου συνάντησα ένα πουλί.

«Γειά σου!» μου είπε τρυφερά.

«Ναι...» απάντησα κουρασμένος, απογοητευμένος, τυφλωμένος από όσα συνέβησαν πριν.

«Τι αγενής!» ξεστόμισε το πουλί.

Μου πήρε ώρα να συνειδητοποιήσω πραγματικά την παρουσία του κι ακόμα κι όταν το έκανα, δεν μπορούσα να το δω καθαρά. Ντροπιασμένος από τη στάση μου, ζήτησα συγχώρεση από το περίεργο πουλί. Αυτό κάθισε δίπλα μου και άρχισε να μου μιλάει. Μου είπε πως γνώριζε την ιστορία μου. Είπε μάλιστα πως τα πουλιά γνωρίζουν πάντα όλες τις ιστορίες και γι’ αυτό είναι τόσο σπάνιο να τα βρεις. Κρύβονται στα πιο φανερά μέρη κι εμείς συνήθως κοιτάμε εσκεμμένα αλλού, για να μην αντικρύσουμε ποτέ τα μάτια τους. Κατά βάθος όμως ξέρουμε πως υπάρχουν. Και δεν θέλουμε να τα γνωρίσουμε, διότι φοβόμαστε. Υπάρχουν και κάποιες στιγμές που τα χρειαζόμαστε και τα ψάχνουμε απελπισμένα, αλλά διάφορες αλεπούδες προσπαθούν να μας κλείσουν τα μάτια. Το πουλί καθόταν δίπλα μου και μου μιλούσε για ώρες ολόκληρες. Είχα αρχίσει να νιώθω τη δίψα μου να εξασθενεί. Με ξάφνιασε, όταν μου είπε πως ήταν δίπλα μου από την αρχή.

«Κι αν όσα λες ισχύουν, εγώ γιατί δεν σε είδα;» ρώτησα καχύποπτα.

Το πουλί πήρε μια χαμογελαστή έκφραση που πρόδιδε πως την περίμενε αυτή την ερώτηση από εμένα. Μου αποκρίθηκε πως το κοιτούσα πολύ συχνά, μα καμία φορά δεν το είδα! Μπορούμε άραγε να κοιτάμε χωρίς να βλέπουμε;

Άκουσα διάφορα πράγματα για ύπουλες αλεπούδες που υποκρίνονται βοήθεια, για ανόητες κουκουβάγιες που ενδιαφέρονται μόνο για τον εαυτό τους και τότε άρχισα να καταλαβαίνω! Το θρόισμα των φύλλων δεν εμπόδιζε πλέον τη σκέψη μου. Το θρόισμα των φύλλων ή το θρόισμα του κόσμου μέσα σε αυτό το περίεργο δάσος-ζωή που ξυπνάει όνειρα και κοιμίζει πραγματικότητες. Σκύλοι γεννηθήκαμε, σκύλοι φύγαμε από το σπίτι. Τι σημασία έχει που δεν είμαστε όλοι ίδια ράτσα; Δύσκολος ο δρόμος του δάσους. Ακόμα μου λείπει το λουλούδι μου!

Πλέον όμως ξέρω. Οι εποχές είναι τέσσερις, μπερδεμένες και διαφορετικές, αλλά δεν επηρεάζουν πάντα τον καιρό. Το χώμα πάντα έχει πέτρες. Οι αλεπούδες πάντα είναι εκεί ή και εδώ. Υπάρχουν.

Βιογραφικό συγγραφέα

Η Ευαγγελία Ζαρκάδα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 24 Σεπτεμβρίου του 1999 με τη βοήθεια του γυναικολόγου πατέρα της. Έχει δύο μικρότερα αδέρφια, τη Βασιλική και τον Αχιλλέα. Σε ηλικία 3 ετών ξεκίνησε κλασικό μπαλέτο και παράλληλα μπήκε στην ομάδα ΕΟΣ σκι Θεσσαλονίκης. Αργότερα, πήρε μαθήματα κλασικού πιάνου και στην ηλικία των 9 χρόνων εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη Μελίκη Ημαθίας, τη γενέτειρα του πατέρα της. Τότε ξεκίνησε εκμάθηση αρμονίου και καράτε, όπου και διακρίθηκε με μετάλλια πολλές φορές σε αγώνες. Πήρε τη μαύρη ζώνη και 1 DAN στην έκτη Δημοτικού. Ένα χρόνο αργότερα πήρε πτυχίο Advanced στα αγγλικά, ενώ σε ηλικία 14 το Α2 Delf στα γαλλικά. Συμμετείχε στην τοπική ομάδα χορωδίας, volleyball, στίβου και σε ποικίλες θεατρικές παραστάσεις. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο αρμόνιο με μία συμμετοχή στον διαγωνισμό Ιεράς Μητρόπολης Βέροιας. Έπειτα, ξεκίνησε μαθήματα ηλεκτρικής κιθάρας και έδωσε με επιτυχία δύο συναυλίες. Συμμετείχε και διακρίθηκε από τη μαθηματική εταιρία σε 3 μαθηματικούς διαγωνισμούς, αλλά πήρε μέρος και σε έναν ποιητικό διαγωνισμό. Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών δούλεψε ως ομαδάρχισσα στις κατασκηνώσεις Καλύβα στη Μεταμόρφωση Χαλκιδικής, αφού προηγουμένως ήταν κατασκηνώτρια για 5 χρόνια. Περιμένει με ανυπομονησία τις Πανελλαδικές εξετάσεις με στόχο να μπει στο Πανεπιστήμιο της επιλογής της και να αρχίσει να ονειρεύεται!


Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης