Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Η νεράιδα των Χριστουγέννων

Κατερίνα Πατσιοδήμου

2o Βραβείο στην Κατηγορία Παιδικά-Εφηβικά του έτους 2016

Η Αλεξάνδρα, ένα κοριτσάκι 9 ετών, είναι το τρίτο παιδί της οικογένειας Παπαδοπούλου. Έχει δύο μεγαλύτερα αδέλφια, τον Θανάση, που είναι 14, και τον Νίκο, που είναι16 ετών. Τα δυο αγόρια αγαπάνε πολύ την μικρή τους αδελφή και προσπαθούν να κάνουν τα χατίρια της, γιατί τους αρέσει να τη βλέπουν χαρούμενη.

Σήμερα, ήταν η τελευταία μέρα στο σχολείο πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων και αφού τα παιδιά παρακολούθησαν τη γιορτή στο σχολείο κι ευχήθηκαν « Καλά Χριστούγεννα» και «Καλές Γιορτές», πήραν το δρόμο για τα σπίτια τους πιο νωρίς από τις προηγούμενες μέρες. Η Αλεξάνδρα δε γύρισε αμέσως στο σπίτι της, καθώς η φίλη της, η Μαρία, της ζήτησε να πάει στο δικό της για λίγο, έτσι ώστε να δουν αν της έφερε δώρο ο Άγιος Βασίλης.

Το σπίτι της Μαρίας ήταν τεράστιο. Στην αυλή υπήρχαν δύο έλατα στολισμένα με πολλές πολύχρωμες χριστουγεννιάτικες μπάλες. Στα παράθυρα ήταν ζωγραφισμένα αστέρια, ελάφια, Άγιοι Βασίληδες με εντυπωσιακές κόκκινες στολές και γύρω τους υπήρχαν πολλά καταπράσινα έλατα….

Όταν μπήκαν μέσα, η μαμά της Μαρίας έδωσε στα κορίτσια μελομακάρονα και κουραμπιέδες, τα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα κεράσματα. Αφού τα έφαγαν, η Μαρία πήρε από το χέρι τη φίλη της και την πήγε σε ένα μεγάλο δωμάτιο με τζάκι και πιο δίπλα ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο με πολλά δώρα στη βάση του. Τρία από τα κουτιά είχαν γραμμένο το όνομα της Μαρίας πάνω τους. Η μικρή τα πήρε και τα άνοιξε ένα, ένα. Το πρώτο είχε μια κούκλα Barbie, το δεύτερο μια παιδική κουζίνα με διάφορα μαγειρικά σκεύη και το τελευταίο μια κορώνα που εφάρμοζε στο κεφάλι της Μαρίας.

«Γιούπιιιι!» φώναξε η Μαρία. «Ο Αϊ-Βασίλης μου έφερε ακριβώς ό,τι ζήτησα ».

Η Αλεξάνδρα θυμήθηκε ότι κι αυτή είχε γράψει γράμμα στον Αϊ-Βασίλη και πήρε τρέχοντας τον δρόμο για το σπίτι της.

«Μαμάαα, μαμάαα,» φώναξε «μήπως ήρθε ο Αϊ-Βασίλης χθες βράδυ; Του έγραψα γράμμα. Στη Μαρία πήγε». Το κορίτσι κατευθύνθηκε προς το δέντρο, πριν ακόμα απαντήσει η μητέρα της. Λίγα μέτρα πριν το δέντρο, η Αλεξάνδρα σταμάτησε απότομα. Πάγωσε. Δεν υπήρχαν καθόλου δώρα κάτω από το δέντρο. Το γράμμα που είχε γράψει ήταν ακόμη εκεί.

«Δεν θα έρθει σε εμάς ο Αϊ-Βασίλης;» ρώτησε τη μαμά της με παράπονο.

«Κορίτσι μου, δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης», είπε η μαμά της. «Μα στη Μαρία πήγε!!! Και της πήρε και τρία δώρα, αυτά που του είχε ζητήσει!» απάντησε η Αλεξάνδρα.

Η γυναίκα πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της και του είπε: «Μωρό μου, δεν υπάρχει Αϊ-Βασίλης και τα δώρα της Μαρίας τα πήραν οι γονείς της. Εμείς δυστυχώς φέτος δε θα μπορέσουμε να πάρουμε δώρο σ’ εσένα και τα αδέλφια σου, γιατί ο μπαμπάς σου δεν αμείβεται πλέον με τα χρήματα που έπαιρνε τα προηγούμενα χρόνια, ούτε του δίνουν το δώρο των Χριστουγέννων».

Η Αλεξάνδρα έτρεξε στο δωμάτιό της, κλείδωσε την πόρτα κι έβαλε τα κλάματα. Αργότερα η μαμά της τη φώναξε για φαγητό. Λίγο αργότερα το ίδιο έκαναν και τα αδέλφια της και ο κύριος Πέτρος, ο μπαμπάς της, αλλά η μικρή τίποτα… Δεν έλεγε να βγει από το δωμάτιό της.

«Ας την αφήσουμε λίγο να ηρεμήσει», πρότεινε η μαμά στα δύο αγόρια και τον σύζυγό της. «Θα της περάσει. Αύριο θα είναι καλύτερα».

Αργά το ίδιο βράδυ και αφού είχαν πέσει όλοι για ύπνο, η Αλεξάνδρα βγήκε από το δωμάτιό της και πλησίασε το δένδρο. Πήρε στα χέρια της το γράμμα που είχε γράψει, θυμήθηκε τα λόγια της μαμάς της: «Μωρό μου δεν υπάρχει Αϊ-Βασίλης και τα δώρα της Μαρίας τα πήραν οι γονείς της».

«Μακάρι να είχα άλλους γονείς», ψιθύρισε το κοριτσάκι. «Δεν θέλω αυτούς τους γονείς, θέλω άλλους που να έχουν πολλά λεφτά και να παίρνουν δώρα!» Λέγοντας τα λόγια αυτά δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά της, κάνοντας μούσκεμα το γράμμα που κρατούσε στα χέρια της. Ένα δάκρυ της έπεσε πάνω σ` ένα από τα στολίδια που ήταν στο δέντρο, σε μια ασημένια νεράιδα για την ακρίβεια. Τότε έγινε ένα θαύμα!!! Η μικρή νεράιδα άρχισε να ζωντανεύει τινάζοντας από τα φτερά της τις σταγόνες από το δάκρυ της μικρής.

«Ειιι!» φώναξε η νεράιδα. « Πρόσεξε λίγο, μ` έκανες μούσκεμα!»

Το κοριτσάκι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Μπορείς και κινείσαι; Mπο… μπο… πώς γίνεται αυτό;»

«Το κάνω μόνο όταν χρειάζεται», απάντησε η νεράιδα. «Και για να έχουμε καλό ερώτημα… γιατί τόσο κλάμα μέρες που είναι;»

«Δεν θέλω τη μαμά και τον μπαμπά μου, θέλω άλλους γονείς που να με παίρνουν ό,τι θέλω!!!» απάντησε η Αλεξάνδρα.

Η νεράιδα πέταξε κοντά της και πλησίασε το πρόσωπο του κοριτσιού. «Αυτό είναι το μόνο εύκολο, αρκεί να το θέλεις πραγματικά».

«Αλήθεια; Μπορείς να το κάνεις;» ρώτησε το κοριτσάκι.

«Αν μπορώ; Κοίταξε λίγο γύρω σου και θα καταλάβεις» απάντησε η μικρή νεράιδα.

Η Αλεξάνδρα σήκωσε το κεφαλάκι της και κοίταξε γύρω της. Το δωμάτιο ήταν διαφορετικό. Σηκώθηκε κι άρχισε να περπατάει προς την πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιό της. Τα μάτια της άνοιξαν ορθάνοιχτα μ’ αυτά που αντίκρυσε. Το δωμάτιο ήταν τεράστιο με πολλά μπαλόνια, κούκλες, κάστρα, κουζινικά και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί ο νους ενός παιδιού. Έβγαλε μια κραυγή χαράς κι έτρεξε προς τις κούκλες.

Μετά από αρκετή ώρα παιχνιδιού κι αφού επεξεργάστηκε όλα τα παιχνίδια, είδε σε μια άκρη του κρεβατιού τη στολή μιας πριγκίπισσας, γόβες και μια κορώνα. Χωρίς δεύτερη σκέψη τα φόρεσε και έτρεξε προς το δωμάτιο των αδελφών της.

«Θανάση, Νίκο κοιτάξτε τι βρήκα, είμαι πριγκίπισσα, όπως μου λέτε όταν παίζουμε». Ανοίγοντας την πόρτα η μικρή είδε ένα χοντρό παιδί που δεν έμοιαζε καθόλου στον αδελφό της μπροστά σε μια μεγάλη οθόνη να παίζει ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι.

«Τι θέλει το μυξιάρικο και φωνάζει;» απάντησε το αγόρι.

«Πού είναι τα αδέλφια μου;» ρώτησε η Αλεξάνδρα. Εκείνη τη στιγμή ένα δεύτερο αγόρι σηκώθηκε από τον καναπέ, το ίδιο χοντρό και με σοκολάτες γύρω από το στόμα του.

«Χα χα χα … Πάει το κουτσούβελο, τα έχει χάσει», είπε το αγόρι.

Στη συνέχεια τον λόγο πήρε το πρώτο από τα δύο παιδιά. «Δε σημαίνει ότι, επειδή είμαστε αδέλφια, θα μπαίνεις όποτε γουστάρεις στο δωμάτιο μας. Την επόμενη φορά που θα το κάνεις, θα σου τις βρέξω όπως πριν ένα μήνα, που έκλαιγες όλο το απόγευμα».

Η Αλεξάνδρα βγήκε γρήγορα έξω από το δωμάτιο των αγοριών, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω της. Ο φόβος που ένιωσε ήταν τέτοιος που δυσκολευόταν να πάρει ανάσα. Αυτό που ήθελε τώρα, για να ηρεμήσει, ήταν η ζεστή αγκαλιά της μητέρας της.

«Μαμά, μαμά!» φώναξε.

«Τι είναι, Αλεξάνδρα, τι θέλεις;» αποκρίθηκε η μαμά της.

«Μαμά, φοβάμαι, θέλω να με πάρεις αγκαλιά», είπε το κοριτσάκι και χάθηκε στην αγκαλιά μιας μαμάς που δεν έμοιαζε καθόλου με αυτήν που είχε.

«Τι κάνεις εκεί;» είπε η γυναίκα και την έσπρωξε από πάνω της. «Εγώ δε σε πήρα αγκαλιά όταν ήσουν μικρό μωρό, τώρα θα σε πάρω; Και δε βλέπεις πως μόλις έβαψα τα νύχια μου; Θέλεις να μου τα χαλάσεις;» είπε και γύρισε την πλάτη στο κοριτσάκι.

Τα μάτια της Αλεξάνδρας είχαν αρχίσει να βουρκώνουν. Γύρισε κι έφυγε πηγαίνοντας στο γραφείο του μπαμπά της, ελπίζοντας πως αυτός θα την καταλάβαινε και θα μάλωνε τα αδέλφια της και τη μαμά που δεν της έδιναν καθόλου σημασία.

Όταν πέρασε την πόρτα του γραφείου, δε μπόρεσε να κρατήσει άλλο τα μάτια της.

«Μπαμπά μου, δε με αγαπάει ούτε η μαμά ούτε τα αδέλφια μου», είπε η Αλεξάνδρα με λυγμούς.

«Πάλι τα ίδια; Πάλι κλαις; Δε σου έχω πει ότι, όταν έχω δουλειά, δε θέλω να με ενοχλεί κανείς; Τόσα παιχνίδια έχεις, πήγαινε στο δωμάτιό σου να παίξεις. Όπως βλέπεις, έχω δουλειά!» είπε ο άνδρας με θυμό.

Η Αλεξάνδρα έφυγε μην πιστεύοντας στ’ αυτιά της. Ο παλιός της μπαμπάς ποτέ δε θα της μιλούσε έτσι. Διέσχισε το καθιστικό, πέρασε μπροστά από το δωμάτι’ο της, έριξε μια αδιάφορη ματιά στα παιχνίδια που ήταν μέσα και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι, όπου ήταν το χριστουγεννιάτικο δένδρο. Πήγε να βρει τη νεράιδα, αλλά το δένδρο ήταν διαφορετικό και δεν είχε καμιά νεράιδα για στολίδι. Το κοριτσάκι άρχισε να κλαίει, δεν ήξερε τι να κάνει… Ήθελε να ήταν τα πράγματα όπως παλιά, με τον μπαμπά της, τη μαμά της και τα αδέλφια που τη λάτρευαν. Αλλά πώς να γυρίσει πίσω χωρίς τη νεράιδα; Πόσο χαζή ήταν, σκέφτηκε… Κάποιο άλλο κοριτσάκι θα είχε πάρει τη θέση της και θα χαιρόταν την αγάπη της οικογένειας που απολάμβανε η ίδια τόσα χρόνια…

Εκείνη τη στιγμή κάποιος θόρυβος από το δωμάτιό της διέκοψε τις σκέψεις της. Πλησιάζοντας προς το δωμάτιο είδε τη μικρή νεράιδα να παίζει με τα τόσα πολλά παιχνίδια της.

«Εδώ είσαι κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω; Θέλω να με πάρεις από εδώ και να με πας στους παλιούς μου γονείς». Η νεράιδα συνέχισε αδιάφορη το παιχνίδι της. «Έι, σ’ εσένα μιλάω! Δεν ακούς τι σου λέω; Θέλω να με πας πίσω!»

«Μα, Αλεξάνδρα, δες πόσα παιχνίδια έχεις. Εξάλλου, αυτό δε ζήτησες; Kαι πρέπει να σε ενημερώσω ότι μία ευχή κάθε ανθρώπου μπορούμε να πραγματοποιήσουμε», είπε η νεράιδα.

Στο άκουσμα αυτών των λέξεων η μικρή πάγωσε. Ένα κύμα θυμού την διαπέρασε και άπλωσε το χέρι της να πιάσει τη νεράιδα. Τότε ένιωσε ένα χέρι στον ώμο να τη σκουντάει και μια γνώριμη φωνή να της λέει:

«Αλεξάνδρα, ξύπνα, σε πήρε ο ύπνος, μωρό μου, κάτω από το δένδρο».

Η μικρή άνοιξε τα μάτια και είδε τη μαμά της, την πραγματική μαμά της που την αγαπάει!!Η Αλεξάνδρα ανασηκώθηκε και ρώτησε τρομαγμένη.

«Ο Νίκος, ο Θανάσης, ο μπαμπάς;»

«Σουτ. Θα τους ξυπνήσουμε. Κοιμούνται» είπε η μαμά της και την πήρε στην αγκαλιά της. «Κοριτσάκι μου, περίμενες τον Αϊ-Βασίλη και σε πήρε ο ύπνος; Αφού σου είπα, γλυκιά μου, φέτος δε θα σου φέρει δώρο».

Η Αλεξάνδρα κοίταξε τη μαμά της στα μάτια.

«Δεν πειράζει, μαμά μου, έχω εσένα, τον μπαμπά, τον Θανάση, τον Νίκο κι εσείς είστε το καλύτερο δώρο που είχα ποτέ!» είπε η Αλεξάνδρα και χώθηκε πιο βαθιά στην αγκαλιά της μαμάς της.

Βιογραφικό συγγραφέα

Η Κατερίνα Πατσιοδήμου γεννήθηκε τον Απρίλιο του 2001. Ζει στις Καρυές Πιερίας και είναι μαθήτρια της Γ΄ τάξης στο Γυμνάσιο Κάτω Μηλιάς. Διαβάζει για να δώσει Lower φέτος και τον λίγο ελεύθερο χρόνο που έχει της αρέσει να ακούει ξένη ροκ μουσική, να διαβάζει εξωσχολικά βιβλία και να ζωγραφίζει οτιδήποτε.


Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης