Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Μπασμά

Φρειδερίκη Μαρμαρίδου

2o Βραβείο στην Κατηγορία Παιδικά-Εφηβικά του έτους 2016

Λένε πως τη ζωή σου την επιλέγεις εσύ και μόνο εσύ, πως με τις επιλογές σου καθορίζεις το παρόν και το μέλλον σου. Εμένα όμως δεν μου έδωσαν την ευκαιρία να αποφασίσω για τη δική μου ζωή, ούτε καν επιλογές. Σαν να περπατούσες έναν δρόμο και ύστερα να σε άρπαξαν και να σε πήγαν σε έναν άλλο δίχως να ξέρεις το γιατί. Μόνο επειδή το θέλουν κάποιοι που ούτε τους γνωρίζεις.

Έτσι και εγώ μαζί με τους γονείς και τα τρία αδέρφια μου χάσαμε τη γη κάτω από τα πόδια μας, όταν έπρεπε να φύγουμε από το σπίτι μας στη Δαμασκό της Συρίας και να μην επιστρέψουμε ποτέ ξανά. Όχι λόγω οικονομικών, οικογενειακών ή οποιωνδήποτε άλλων λόγων, αλλά για κάτι τελείως πάνω από τις δυνάμεις μας. Για έναν πόλεμο και, χειρότερα, για έναν εμφύλιο πόλεμο.

Ζούσαμε υπέροχα. Δεν είναι καθόλου υπερβολή. Είχαμε μια μονοκατοικία στα περίχωρα της Δαμασκού, με μια μικρή αλλά ωραία αυλή γεμάτη χουρμαδιές και λωτούς. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος τροφίμων και είχαμε μια σχετική οικονομική ευχέρεια. Η μητέρα μου έμενε στο σπίτι και πρόσεχε εμένα και τα τρία μικρότερα αδέρφια μου, τον Φατάτ, τον Αμπάς και την Αϊσά. Όσο για εμένα, το όνομα μου είναι Μπασμά και είμαι 16 χρονών.

Η μητέρα μου έλεγε πως αυτό το όνομα το λάτρευε, γιατί σημαίνει χαμόγελο και «εσύ κόρη μου το αντιπροσωπεύεις ακριβώς», έλεγε. Τη λάτρευα τη μαμά μου. Με φιλούσε τόσο απαλά σαν άγγιγμα μεταξιού και όταν ήμουν στεναχωρημένη, μου μιλούσε μειλίχια και καθησύχαζε την καρδιά μου. Της είχα πραγματικά αδυναμία. Επιπλέον, έφτιαχνε πεντανόστιμες πίτες και όταν ο μπαμπάς γύριζε από τη δουλειά, τις απολαμβάναμε όλοι μαζί βλέποντας τη δύση του ήλιου.

Άλλες φορές πηγαίναμε οικογενειακώς στην υπαίθρια αγορά. Όλοι χαιρετούσανε τον μπαμπά, όχι μόνο επειδή τους προμήθευε με τα απαραίτητα, αλλά και από σεβασμό προς τον ίδιο και την οικογένειά του. Παρόλο που τα αδέρφια μου ήταν μικρά, ήταν ώριμα και ευγενικά παιδιά. Βοηθούσαν τους γονείς μας στις αγορές τους, αλλά και σε ό,τι χρειάζονταν. Εγώ ήμουν πιο ονειροπόλα και ξεχνιόμουν συχνά, αλλά δεν τους πείραζε. Με απορροφούσαν οι μυρωδιές από τα μπαχαρικά και το λίκνισμα των χρωματιστών υφασμάτων που κρέμονταν σε σκοινιά. Λάτρευα το χρυσαφί χρώμα του κάρυ και το ζεστό άρωμα της κανέλας. Επίσης ενθουσιαζόμουν με το πορφυρό χρώμα των υφασμάτων και όταν κάποια είχαν και χρυσές λεπτομέρειες, βυθιζόμουν στη ζεστασιά τους. Όνειρό μου ήταν μια μέρα να μπορούσα να γυρίσω όλο τον κόσμο και να γεμίσω με εμπειρίες. Ήξερα αρκετά μέρη από τον μπαμπά, καθώς μιλούσε συχνά για εμπορεύματα από την Αίγυπτο, την Κίνα, το Παρίσι, την Ισπανία. Ήθελα τόσο να τα επισκεφθώ, που προσπαθούσα να οραματιστώ πώς μοιάζουν.

Ωστόσο, όλα άλλαξαν πριν από δύο μήνες. Ξέραμε ότι ο πόλεμος είχε ξεκινήσει, αλλά όχι πως η κατάσταση ήταν τόσο τραγική. Παντού υπήρχε μία αναταραχή και όλοι ανησυχούσαν για το τι θα ακολουθούσε. Μια μέρα ο μπαμπάς γύρισε από τη δουλειά νωρίτερα και ήταν κατάχλωμος. Κλείστηκαν με την μαμά στη κουζίνα και άρχισαν να συζητάνε έντονα. Τα αδέρφια μου με ρωτούσαν ανήσυχα τι συμβαίνει, αλλά το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι να τους καθησυχάσω. Όμως και εγώ ήμουν αναστατωμένη και φοβισμένη. Ύστερα από λίγο βγήκαν και μας κοίταξαν με ένα βλέμμα γεμάτο φόβο. Ο μπαμπάς προσπάθησε να ηρεμήσει και με πλησίασε. Μου είπε πως έπρεπε να φύγουμε από τη χώρα όσο το δυνατόν γρηγορότερα, γιατί τον έχει στοχοποιήσει το καθεστώς και κινδυνεύουμε. Όλα πια είχαν καταστραφεί. Οι αρχές δεν ήταν αξιόπιστες και πολλοί που θεωρούνταν ύποπτοι οδηγήθηκαν στις φυλακές, δίχως να τους ξαναδούν ποτέ ξανά. «Κάποιοι από τους γείτονες», είπε «ήδη έχουν πάει σε ασφαλέστερα μέρη, μακριά από εδώ». Τον άκουγα σαστισμένη, μη μπορώντας να πιστέψω αυτά που έλεγε, πως έπρεπε με λίγα λόγια να αφήσουμε τη ζωή μας εδώ, να αφήσω τα όνειρά μου. Να τα εγκαταλείψουμε όλα. Συμφώνησα όμως. Διαφορετικά ίσως να προκαλούσα περισσότερη αναστάτωση. Άλλωστε εμπιστευόμουν τον μπαμπά και ήξερα πως ό,τι κάνει είναι για το καλό μας. Παρ’ όλα αυτά, αυτά ένιωθα σαν είχαν καταστραφεί τα πάντα, μαζί και όλη μου η ζωή.

Έτσι αρχίσαμε να μαζεύουμε τα πράγματά μας. «Μόνο τα αναγκαία», είπε ο μπαμπάς. Τα αδέρφια μου ήταν και αυτά στεναχωρημένα, αλλά δεν καταλάβαιναν πραγματικά τι συμβαίνει ή, πόσο μάλλον, για ποιο λόγο φεύγαμε. Απλώς έκαναν αυτό που πρέπει. Εγώ από την άλλη κρατούσα τα δάκρυά μου, όση ώρα μάζευα κάποια ρούχα και τα έβαζα στην τσάντα. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ίσως να μην ξανάβλεπα αυτό το σπίτι, την αυλή μας, την υπαίθρια αγορά και ότι δεν θα ξαναμύριζα τον αέρα της Δαμασκού.

Μετά από δύο μέρες έγινε βομβιστική επίθεση και αρκετοί άμαχοι οδηγήθηκαν στις φυλακές. Ο μπαμπάς γύρισε στο σπίτι πανικόβλητος και έλεγε πως δεν μπορούσε να μας βρει πτήση, αλλά δωροδόκησε κάποιους για να μας βάλουν παράνομα στην πτήση για Λίβανο και όχι για Τουρκία, που ήταν ο προορισμός μας. Από κει και πέρα δεν ξέραμε τι θα κάνουμε. Και έτσι μόλις σκοτείνιασε, πήραμε βιαστικά τα πράγματά μας και βγήκαμε από το σπίτι. Πριν φύγουμε, όμως, πρόλαβα και έχωσα σε ένα πλαστικό σακουλάκι λίγο χώμα από την αυλή, για να το θυμάμαι και να το ρίξω στον καινούργιο τόπο που θα πάμε.

Μόλις φτάσαμε λίγο έξω από το αεροδρόμιο, δύο άντρες μας ανέβασαν στο αεροπλάνο, το οποίο τελικά μετέφερε κιβώτια και όχι ανθρώπους. Καθώς πετούσαμε, είδα πραγματικά τι συνέβαινε. Ολόκληρα κτίρια είχαν κατεδαφιστεί από τις βόμβες και παντού υπήρχαν φωτιές. Έκλεισα τα μάτια μου και έπεσα στην αγκαλιά της μαμάς τρομοκρατημένη.

Μετά από ώρα το αεροπλάνο άρχισε να τραντάζεται και προσγειωθήκαμε. Ήταν μία τα ξημερώματα. Μόλις κατεβήκαμε, τρέξαμε ως το λιμάνι. Κοντοστάθηκα βλέποντας τόσο κόσμο να ουρλιάζει και να σπρώχνεται μπροστά από δύο φουσκωτές βάρκες. Ο μπαμπάς μού έπιασε το χέρι και είπε να κάνω το ίδιο και με τα αδέρφια μου. Θα μπαίναμε εκεί μέσα πάση θυσία. Το έβλεπα στο βλέμμα του. Η καρδιά μου άρχισε να βροντοχτυπά, καθώς περνούσαμε μέσα από τον τρομοκρατημένο κόσμο και τα παιδιά που έκλαιγαν. Όταν δύο άντρες έδωσαν το σήμα να μπουν στις βάρκες, όλοι άρχισαν να τρέχουν. Ποδοπατούσαν ο ένας τον άλλο και κάποιοι έπεφταν και στη θάλασσα. Ξαφνικά ο μπαμπάς μάς έπιανε έναν-έναν και μας πετούσε στη βάρκα. Είδα τη μαμά να αφήνει τις δύο από τις τρεις βαλίτσες που κρατούσε. Έκανα και εγώ το ίδιο και τελευταία στιγμή έχωσα στην τσέπη του φορέματός μου το σακουλάκι με το χώμα. Αυτό ήταν συναισθηματικά το πιο σημαντικό που έπρεπε να πάρω. Ο μπαμπάς ήταν ο τελευταίος που μπήκε πριν η βάρκα ξεκινήσει και αφήσει πίσω αμέτρητους άλλους που έπεφταν στο έδαφος και ούρλιαζαν. Ήταν ένα φριχτό θέαμα και πραγματικά ένιωσα την καρδιά μου να ξεριζώνεται και να μένει με αυτούς τους απελπισμένους ανθρώπους που κανείς δεν ήξερε ποια θα ήταν η μοίρα τους.

Ταξιδεύαμε 50 άτομα σε μια φουσκωτή βάρκα. Η άλλη βάρκα είχε απομακρυνθεί δίχως προορισμό. Στην ίδια κατάσταση ήμασταν και εμείς. Τα αδέρφια μου καθόντουσαν κουλουριασμένα γύρω από τη μαμά. Ο μπαμπάς προσπαθούσε να τους καθησυχάσει. Εγώ δεν ένιωθα πια τίποτα. Σαν όλα μου τα συναισθήματα να είχαν αυξηθεί τόσο πολύ που στο τέλος απλώς έγιναν αόρατα. Παρατηρούσα με δακρυσμένα μάτια μωρά στις αγκαλιές των μανάδων τους, άντρες να προσεύχονται κοιτώντας τον ουρανό και μεγάλα παιδιά να κάθονται ήσυχα σε μια γωνία. Ήταν απίστευτο το πώς όλοι ξεριζωθήκαμε από την πατρίδα μας, τρέξαμε απεγνωσμένοι από πόλη σε πόλη, ουρλιάζαμε για να μπούμε στη βάρκα και τώρα δεν υπήρχε πια τίποτα. Ο φόβος είχε απλώσει το πέπλο του πάνω από τα κεφάλια μας και μας είχε ισοπεδώσει.

Είχε περάσει μία βδομάδα και ήμασταν ακόμα όλοι στη βάρκα. Κάποιοι είχαν αρρωστήσει και για κακή μας τύχη ήταν παιδιά. Οι μεγαλύτεροι φρόντιζαν τους μικρότερους και αρκετές φορές δίναμε το λιγοστό νερό μας σε αυτούς που το είχαν πραγματικά ανάγκη. Κάθε μέρα ξυπνούσα με την ελπίδα πως θα βλέπαμε πια στεριά, αλλά δεν πραγματοποιούνταν ποτέ. Συνεχίζαμε να πλέουμε στη σκοτεινή θάλασσα και δύο φορές συναντήσαμε και τρικυμία. Τότε πιαστήκαμε όλοι από τα χέρια και αρχίσαμε να προσευχόμαστε με όση πίστη μας είχε μείνει. Πίστη σε κάτι τελείως άγνωστο και όμως ήταν καθαρή, αληθινή πίστη. Σε αυτές τις δυσμενείς συνθήκες η καρδιά σκληραίνει και αποκτά μια μορφή που μπορεί να επιβιώσει καλύτερα. Αυτό το έβλεπα στον καθέναν μας. Άλλος νοιαζόταν μόνο για την οικογένειά του σε σημείο που το πρωί ήταν δυνατός τάιζε και φρόντιζε τα παιδιά του και το βράδυ καθόταν σε μία γωνία αφυδατωμένος και έτρεμε. Ήταν πραγματικά τραγικό και όταν αντίκριζα κάτι τέτοιο ένιωθα πως θα διαλυόμουν από στιγμή σε στιγμή.

Μα μια μέρα οι προσευχές μας ακούστηκαν και ένα πλοίο από μία οργάνωση μας προσέγγισε. Ήταν τέσσερις τα ξημερώματα και η θάλασσα ήταν άγρια και φουρτουνιασμένη. Άναψαν έναν μεγάλο προβολέα και έριξαν σκάλες για να ανεβούμε. Τότε, όλοι άρχισαν να τρέχουν και να σκαρφαλώνουν δύο-δύο. Η βάρκα πήγαινε πέρα-δώθε και δεν ήταν σταθερή, με αποτέλεσμα πολλοί να χάνουν την ισορροπία τους και να πέφτουν στην θάλασσα. Ο μπαμπάς φώναζε έναν-έναν από εμάς και μας ανέβαζε στη σκάλα. Κάποιοι τον έσπρωχναν, αλλά αυτός επέμενε. Πρώτα πήρε την Αϊσά, που ήταν βαριά αφυδατωμένη, και μετά τον Φατάτ και τον Αμπάς. Μετά πήγε να πάρει τη μαμά, αλλά αυτή αρνήθηκε και είπε να πάμε πρώτα εγώ με τον μπαμπά. Ο μπαμπάς επέμενε, αλλά αυτή δεν άλλαζε γνώμη. Έτσι ανεβήκαμε εμείς γρήγορα. Εκείνη τη στιγμή το πλοίο, κατάμεστο πια από εμάς, άρχισε να μετακινείται, ενώ μερικοί ήταν ακόμα στις σκάλες μαζί με τη μαμά. Αρχίσαμε να φωνάζουμε για να σταματήσουν, αλλά δεν γινόταν τίποτα. Έτρεξα στη άκρη του πλοίου και ούρλιαζα στη μαμά να ανεβεί πιο γρήγορα. Αυτή όμως είχε γαλήνιο βλέμμα, μου χαμογέλασε και αφού έστειλε ένα φιλί σε όλους μας, έπεσε στη θάλασσα ενώ το πλοίο επιτάχυνε. Η κραυγή μου κάλυψε τον ήχο της θάλασσας και τις φωνές όλων των υπολοίπων σαν να ήταν ο μόνος ήχος σε όλο τον πλανήτη. Τα δάκρυα μου δεν έφταναν για να περιγράψουν τον πόνο μου. Η μαμά μου βλέποντάς μας να είμαστε ασφαλείς δεν χρειαζόταν να παλέψει άλλο για τη ζωή της. Όμως εγώ δεν άντεχα την απώλειά της. Τα αδέρφια μου έκλαιγαν και αυτά και ο μπαμπάς προσπαθούσε να μας ηρεμήσει. Όμως το έβλεπα. Έβλεπα στα δακρυσμένα μάτια του τη λύπη και τη απόγνωση. Καταλάβαινα επίσης πως έπρεπε να μείνει δυνατός για να στηρίξει εμάς τώρα πια μόνος του.

Φτάσαμε στα Χανιά της Κρήτης, όπως μας είπανε. Κατεβήκαμε όλοι στο λιμάνι. Δίχως τροφή, νερό, ρούχα. Μερικοί δίχως κάποιο μέλος της οικογένειάς τους, όπως εμείς. Από κει και πέρα η ιστορία μου είναι περίπλοκη και επίπονη αλλά πάντα γεμάτη ελπίδα. Μας πήγαν στις Αρχές για να υπογράψουμε χαρτιά που ούτε ξέραμε τι έγραφαν. Τριγυρνούσαμε από εδώ και από εκεί εξουθενωμένοι και βασανισμένοι από την ίδια μας τη ζωή, μέχρι πριν λίγες μέρες, που μας άφησαν σε μία κατασκήνωση. Εκεί βρήκαμε προσωρινά τα απαραίτητα για να ζήσουμε. Μετά δεν ξέραμε τι θα κάναμε. Ωστόσο ο μπαμπάς συνέχιζε τις προσπάθειες για ένταξη στη νέα αυτή κοινωνία, για την αρχή μιας νέας αξιοπρεπούς ζωής.

Έτσι κάθε πρωί ξυπνάω με τη σκέψη της αγαπημένης μου μαμάς και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να χαμογελάσω για να την κάνω περήφανη. Για να επιβεβαιώσω πως όντως αντιπροσωπεύω τη σημασία του ονόματός μου, που τόσο λάτρευε. Φροντίζω την οικογένειά μου με αγάπη, γιατί είναι ό,τι πιο σημαντικό μου έμεινε και περιμένω τη στιγμή που θα ρίξω στο νέο μου σπίτι το χώμα που πήρα από τη Δαμασκό. Γιατί από εδώ και πέρα εγώ θα καθορίζω τη ζωή μου, τα όνειρά μου.

Βιογραφικό συγγραφέα

Η Φρειδερίκη Μαρμαρίδου γεννήθηκε τον Μάρτιο του 2000 στη Θεσσαλονίκη, αλλά μεγάλωσε στην Κατερίνη του νομού Πιερίας. Τελείωσε το 16ο Νηπιαγωγείο, το οποίο στεγάζεται στο 6ο Δημοτικό Σχολείο Κατερίνης, απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα. Πάντα την ενδιέφεραν τα φιλολογικά μαθήματα. Ασχολήθηκε με το μπαλέτο 5 χρόνια, ενώ τώρα είναι αθλήτρια του μπάσκετ στην ομάδα του Βατανιακού. Φοιτά στο 5ο Λύκειο. Ασχολείται με τη συγγραφή διηγημάτων και ποιημάτων ερασιτεχνικά εδώ και τέσσερα χρόνια. Η πρώτη της απόπειρα να δείξει τις ικανότητές της στη συγγραφή ήταν σε έναν διαγωνισμό του εκδοτικού οίκου Πατάκης, ενώ πέρσι κατέλαβε τη δεύτερη θέση στον Ηλεκτρονικό Διαγωνισμό Διηγήματος της Εθελοντικής Ομάδας Δράσης ν. Πιερίας.


Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης