Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Η Κοκκινοχρυσούλα

Ειρήνη Τσαχουρίδου

1o Βραβείο στην Κατηγορία Παιδικά-Εφηβικά του έτους 2016

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ έναν τόπο μακρινό, ζούσε ένα κορίτσι με όμορφα χρυσά μαλλιά. Φορούσε πάντοτε μια χαριτωμένη κόκκινη κορδέλα, που της πήγαινε πολύ και την αγαπούσε τόσο, που όλοι την έλεγαν Κοκκινοχρυσούλα.

Ζούσε στην Παραμυθούπολη, την πρωτεύουσα του Άντερ Γκριμ, μιας υπέροχης χώρας, όπου ο αέρας ήταν πιο καθαρός, το νερό πιο γλυκό, το κυνηγητό και οι περιπέτειες δεν σπάνιζαν ποτέ. Ήταν το ιδανικό μέρος για την Κοκκινοχρυσούλα, μιας και πάντα της άρεσαν αυτά.

Η ιστορία ξεκινάει μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα, όταν η Κοκκινοχρυσούλα ήταν γύρω στα έντεκα. Ενώ τάιζε τα τρία μικρά γουρουνάκια που είχαν στην αυλή τους, άκουσε τη μητέρα της να βογκάει. Τον τελευταίο καιρό δεν ήταν και πολύ καλά, αλλά δεν ήθελε να την ανησυχήσει κι έτσι έκρυβε τον πόνο της και δεν καλούσε γιατρό. Όμως, όπως ξέρετε, με αυτόν τον τρόπο τα πράγματα απλά γίνονται χειρότερα.

«Μανούλα, είσαι καλά;» τη ρώτησε ανήσυχα.

«Ναι, μια χαρά είμαι, χρυσούλι μου» της απάντησε βραχνά.

«Μα η φωνή σου είναι τόσο βραχνή! Γιατί δεν φωνάζεις την κυρία Φλώρα να σε εξετάσει;»

«Δεν χρειάζεται... καλά είμαι». Όμως την ίδια στιγμή παραπάτησε και έπεσε χάμω. Προτού καλά καλά το καταλάβει, η Κοκκινοχρυσούλα την είχε βάλει στο κρεβάτι και είχε καλέσει τη γιατρό. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά, η γιατρίνα είχε καταφτάσει και εξέταζε την ασθενή.

Ήταν ψηλή, λεπτή, φορούσε ένα μακρύ πράσινο φόρεμα και τα λεπτεπίλεπτα νεραϊδοφτερά της πετάριζαν, διαθλώντας το φως και γεμίζοντας το δωμάτιο με μικρά ουράνια τόξα. Τα μαλλιά της, καστανά και μαζεμένα σε κότσο, είχαν αρχίσει να γκριζάρουν.

«Τι έχει;» ρώτησε με αγωνία.

«Χμ... Δεν είναι καλό αυτό. Την ξέρω αυτή την αρρώστια. Μπορεί να μην είναι πολύ σοβαρή, αλλά αφού την άφησε να την προσβάλλει τόσον καιρό, τα πράγματα είναι άσχημα. Μα το χειρότερο είναι ότι δεν έχω το γιατρικό και είναι πολύ δύσκολο να το βρω άμεσα».

«Κάτι θα μπορούμε να κάνουμε!» είπε η Κοκκινοχρυσούλα, που, παρότι ήταν λυπημένη, δεν έπαυε να είναι ένα πολύ γενναίο κορίτσι.

«Λοιπόν, εγώ δεν μπορώ να φύγω από το πλευρό της, για να βρω το φάρμακο, αλλά αν μπορούσες να βοηθήσεις εσύ παιδί μου... Όχι, όχι, δε γίνεται».

«Εγώ πάντως είμαι διατεθειμένη να κάνω ό,τι χρειαστεί».

«Όχι, αποκλείεται! Η διαδρομή είναι πολύ μεγάλη και επικίνδυνη για ένα παιδί».

«Μπορεί, αλλά δεν γίνεται να την αφήσουμε έτσι! Μπορεί να πεθάνει!»

Η γιατρίνα ξεροκατάπιε. Έπειτα κοίταξε την άρρωστη, που έμοιαζε να χειροτερεύει την κάθε στιγμή που περνούσε. «Εντάξει, μπορείς να πας».

Την ετοίμασε λοιπόν, της έδωσε χάρτη, πυξίδα και οδηγίες. Έπρεπε να πάει στο «Μεγάλο Δάσος της Αλίκης» και να ακολουθήσει προσεκτικά το μονοπάτι, μέχρι να βρει τη ζαχαρένια καλύβα των «Τριών Λύκων». Αυτοί θα την έβαζαν σε μια δοκιμασία, την οποία θα έπρεπε να περάσει, ώστε να της δώσουν το γιατρικό, κάτι που λεγόταν «δραγκομπλιντόνιο».

Την προειδοποίησε και για τους κινδύνους. Αυτό που τόνισε ιδιαίτερα ήταν ότι αν άκουγε γέλια, έπρεπε να τρέξει αμέσως, γιατί οι φημισμένοι «τρελοί γάτοι», ένα είδος μοναδικό, που απαντούσε μόνο σε αυτό το δάσος, έβρισκαν ωραίο να παίζουν με το μυαλό των επισκεπτών τους και να τους κάνουν να χάνουν τον δρόμο τους. Έπειτα της είπε και για τα διάφορα άλλα πλάσματα που μπορούσε να συναντήσει. Αυτά της είπε, της έδωσε κι ένα μεγάλο φρέσκο μήλο, ένα φλασκί νερό και την άφησε να πάρει τον δρόμο της.

Δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι να φτάσει στο δάσος. Προχωρούσε με σταθερό βήμα και τον χάρτη της στο χέρι, ακολουθώντας προσεκτικά το μονοπάτι. Καθώς όμως προχωρούσε όλο και πιο βαθιά στην καρδιά του δάσους, άρχισε να φοβάται.

Τα δέντρα δεν άφηναν πλέον πολύ φως να περνά μέσα από τα πυκνά φυλλώματά τους, αφήνοντας το κορίτσι να περπατάει κάτω από έναν σκοτεινό θόλο. Και το πιο τρομακτικό ήταν η ησυχία. Τίποτα δεν ακουγόταν, τίποτα δεν σάλευε. Μόνο ο ελάχιστος αέρας που φυσούσε και που την έκανε να νομίζει πως άκουγε φωνές να της ψιθυρίζουν. Κάποια στιγμή, ενώ περνούσε δίπλα από έναν μεγάλο βράχο, άκουσε γέλιο. Ένα δυνατό, υστερικό γέλιο που έκανε την καρδιά της να σταματήσει. Ήταν τρομοκρατημένη, άλλα θυμήθηκε την προειδοποίηση της γιατρίνας κι έτσι έβαλε φτερά στα πόδια. Το δάσος είχε ξυπνήσει.

Καθώς έτρεχε, μπροστά της βγήκε μια αρκούδα. Και όχι μια οποιαδήποτε αρκούδα, αλλά αρκούδα Φύλακας. Ο θρύλος έλεγε ότι κάθε περιοχή στα σύνορα του Άντερ Γκριμ φυλασσόταν από ένα ξεχωριστό ζώο, έναν Φύλακα, που δουλειά του ήταν να προστατεύει τη χώρα από τυχόν εισβολείς. Κάθε περιοχή είχε διαφορετικό Φύλακα. Ο «Όρμος των γοργόνων» είχε ένα σελάχι, η «Έρημος των λυχναριών» είχε μια οχιά, ενώ οι «Λίμνες των πουλιών» είχαν έναν κύκνο. Τα ζώα αυτά είχαν μέγεθος πενταπλάσιο από το κανονικό και όλα έφεραν τα ίδια γαλάζια σχέδια στο δέρμα τους, σαν αλλόκοτα τατουάζ. Η ομορφιά τους όμως ήταν αδιαμφισβήτητη. Όπως και στα άλλα λοιπόν, το ύψος της αρκούδας έφτανε τουλάχιστον στα εξίμισι μέτρα, ενώ η πυκνή της γκρίζα γούνα και τα ακονισμένα δόντια την έκαναν να μοιάζει περισσότερο με γίγαντα παρά με ζώο. Κατάφερε να περάσει από δίπλα της την τελευταία στιγμή, με την καρδιά της να χοροπηδάει στο στέρνο της.

Προσπερνούσε κάθε λογής πλάσματα στην προσπάθειά της να μείνει στο μονοπάτι. Πέρασε καλικάντζαρους, νεραϊδούλες, πέρασε χήνες χρυσές, κάτι μικροσκοπικά λευκά ανθρωπάκια με κεφάλια σε σχήμα μανιταριού, τεράστια ποντίκια και μικρούς ελέφαντες. Εικόνες θολές, αόριστες στα δακρυσμένα από τον αέρα μάτια της.

Ο φόβος, ότι η αρκούδα μπορεί να την ακολουθούσε την είχε πλημμυρίσει. Δεν ήξερε τι πάθαιναν οι εισβολείς που έπιαναν οι Φύλακες και δεν είχε καμία διάθεση να μάθει. Το αποτέλεσμα ήταν να τρέχει με ταχύτητα, που μέχρι και το πιο γρήγορο άλογο θα ζήλευε. Δεν πρόσεχε καθόλου τι γινόταν γύρω της πλέον. Έτρεχε και έτρεχε, μέχρι που τα παπούτσια της διαλύθηκαν και άρχισε να γδέρνει τα πόδια της. Γύρισε τότε και πρόσεξε ότι ο Φύλακας δεν την ακολουθούσε πια. Ανακουφισμένη, πλάγιασε σε ένα δέντρο για να φάει το μήλο της και να πιει λίγο νερό.

«Τι μέρος είναι αυτό τελικά; Ίσως τρελαθώ κι εγώ», συλλογίστηκε.

Όμως δεν μπορούσε να απογοητεύσει τη μαμά της. Όχι τώρα που την είχε περισσότερη ανάγκη. Ανασηκώθηκε λοιπόν για να συνεχίσει την πορεία της, όταν κατάλαβε ότι είχε χάσει το μονοπάτι. Ήξερε πως δεν έπρεπε να πανικοβληθεί, μα δεν μπορούσε να σκεφτεί τι άλλο να κάνει. Προσπάθησε να θυμηθεί από πού είχε έρθει, αλλά όλοι οι δρόμοι έμοιαζαν ίδιοι. Ενώ όμως έψαχνε μια λύση, πίσω της ακούστηκε ένα θρόισμα.

Σχεδόν πετάχτηκε από την τρομάρα της. Όμως αυτό που είδε ήταν πιο πολύ παράξενο παρά τρομαχτικό. Ένα πλάσμα κοντό, ίσα-ίσα την έφτανε στο γόνατο, με μακριά χέρια, μυτερά αυτιά και μεγάλα μοβ μάτια, που γυάλιζαν σαν τεράστια ζαφείρια, την κοιτούσε ανήσυχα. Παρατήρησε ότι το πλασματάκι, που έμοιαζε κάπως με στραπατσαρισμένο καλικάντζαρο, έτρεμε ελαφρά.

«Γεια σου!» Δεν περίμενε απάντηση κι έτσι στο πρόσωπό της καθρεφτίστηκε η έκπληξη όταν της απάντησε αδύναμα.

«Γ-γεια σου...» Κι ενώ μιλούσε, άρχισε να τρέμει ακόμα περισσότερο.

«Είσαι καλά;» ρώτησε η Κοκκινοχρυσούλα και κάθισε στα γόνατα, ώστε να είναι πιο κοντά στο πλασματάκι. Τότε η φωνή του ράγισε και ξέσπασε σε κλάματα.

«Όχι! Όχι! Μούλογκ δεν είναι καλά!» τσίριξε και συνέχισε να κλαίει.

«Τι συνέβη;» είπε καθώς το χάιδευε παρηγορητικά στην πλάτη, αν και ήταν πραγματικά πολύ περίεργη.

«Ροντρόμ έχει φίλους Μούλογκ! Γιατί... γιατί Μούλογκ ήθελε να φύγει! Και τώρα Ροντρόμ ψάχνει Μούλογκ!» Σταμάτησε να κλαίει και γύρισε τα βιολετιά του μάτια στη Κοκκινοχρυσούλα. «Εσύ;» Αυτή απόρησε, αλλά κατάλαβε ότι μπορούσε να είναι ειλικρινής.

«Εγώ είμαι η Κοκκινοχρυσούλα. Κανονικά ζω έξω από το δάσος, μα η μαμά μου αρρώστησε και το γιατρικό μπορούν να μου το δώσουν μόνο οι «Τρεις Λύκοι». Δυστυχώς έχασα το μονοπάτι, αφού με κυνήγησε ένας Φύλακας...»

«Φύλακας;» Για λίγο της φάνηκε πως το πλασματάκι γέλασε, αλλά μάλλον έκανε λάθος, γιατί την επόμενη στιγμή ακόμα σκούπιζε τη μύτη του και έκλαιγε σιγανά.

Μπορεί η Κοκκινοχρυσούλα να ένιωθε άσχημα για το περίεργο πλάσμα, όμως έπρεπε να συνεχίσει την αποστολή της και το να ξαναβρεί το μονοπάτι δεν θα ήταν κάτι εύκολο. Έτσι άρχισε να οπισθοχωρεί διακριτικά.

«Κοκκινοχρυσούλα, μην φύγει! Κοκκινοχρυσούλα πρέπει βοηθήσει Μούλογκ!» Ο Μούλογκ της είχε αγκαλιάσει το πόδι κι έκλαιγε παρακλητικά. Το κορίτσι δεν ήξερε τι να κάνει. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει εκείνη τη ζαχαρένια καλύβα, μα η απελπισία στο κλάμα και τις φωνές του πλάσματος της έλιωναν την καρδιά.

«Εντάξει, εντάξει. Θα βοηθήσω!» Η ευγνωμοσύνη που φάνηκε στα μάτια του Μούλογκ αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια.

«Μούλογκ ευχαριστεί», είπε και χαμογέλασε για πρώτη φορά. Έπειτα της ένευσε να τον ακολουθήσει.

«Ωραία, δηλαδή τώρα τι κάνουμε; Θα πάμε να τους σώσουμε; Και... ουφ! Πήγαινε πιο σιγά!» Παρά το μικρό μέγεθός του, ο Μούλογκ περπατούσε πολύ γρήγορα.

«Συγγνώμη. Σσς...»

Η Κοκκινοχρυσούλα αναγνώρισε το σημείο που είχαν φτάσει. Βρισκόντουσαν ξανά στο μονοπάτι και ακριβώς δίπλα από τον βράχο που είχε δει τον Φύλακα. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Πήγε να μιλήσει, μα το πλάσμα επανέλαβε ένα πιο έντονο «Σσς..» και επιβράδυναν τον βηματισμό τους. Αποδείχτηκε πως το πίσω μέρος του βράχου ήταν η είσοδος μιας σπηλιάς. Αφού σιγουρεύτηκαν ότι τίποτα δεν ακουγόταν, προχώρησαν μέσα. Ήταν πολύ σκοτεινά, αλλά στο βάθος φαινόταν να μεγαλώνει συνεχώς ένα φως. Ενώ είχαν φτάσει στα μέσα της σήραγγας, ο Μούλογκ σταμάτησε.

«Μούλογκ πρέπει μείνει εδώ, φυλάει τσίλιες. Κοκκινοχρυσούλα προχωρήσει.»

Αυτή αναστέναξε, αλλά δεν έφερε αντίρρηση. Όταν έφτασε στο τέλος του τούνελ, το πρώτο πράγμα που είδε ήταν κλουβιά. Πολλά κλουβιά. Και τι δεν είχαν μέσα... Από νεράιδες και ξωτικά μέχρι γνόμους και νάνους. Παρότι οι περισσότεροι κοιμόντουσαν, το κορίτσι άκουσε ένα γνώριμο κλαψούρισμα. Το ακολούθησε ανάμεσα στα κλουβιά, μέχρι που τους βρήκε.

Ακόμα τέσσερα αλλόκοτα πλάσματα, ολόιδια με τον Μούλογκ, κουλουριασμένα στην άκρη του κελιού τους, να κλαίνε. Πλησίασε και τους ψιθύρισε συνοπτικά οδηγίες, ενώ προσπαθούσε να παραβιάσει την κλειδαριά με ένα από τα τσιμπιδάκια της. Μα όταν τελικά το κατάφερε, στην είσοδο της σπηλιάς την περίμενε μια έκπληξη.

Μπροστά της στεκόταν ο Φύλακας. Με το πελώριο πόδι του να πλακώνει τον Μούλογκ, καθώς το κακόμοιρο πλασματάκι πάλευε για λίγο αέρα. Μα φυσικά! Πώς δεν το είχε καταλάβει; Ροντρόμ ήταν το όνομα του Φύλακα. Γι’ αυτό της είχε φανεί ότι ο Μούλογκ είχε γελάσει όταν το ανέφερε. Τους κυνηγούσε το ίδιο άτομο! «Αλλά, γιατί να κυνηγάει και να φυλακίζει πλάσματα του δάσους;» αναρωτήθηκε. Και τότε κατάλαβε: γιατί προφανώς δεν ήταν πλάσματα του δάσους! Τελικά αυτό έκαναν οι φύλακες σ’ αυτούς που εισέβαλαν στα εδάφη τους. Τους μεταμόρφωναν!

Στάθηκε εκεί μπερδεμένη. Δηλαδή τόσην ώρα βοηθούσε... έναν άνθρωπο! Ίσως παιδί σαν κι αυτή. Καυτά δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά της. Γονάτισε μπροστά στον Φύλακα, ξετυλίγοντας την κόκκινη κορδέλα από τα μαλλιά της.

«Συγγνώμη! Σε παρακαλώ, μην τους κάνεις κακό! Κανείς τους δεν ήξερε! Θέλουν μόνο να φύγουν! Κράτα εμένα! Σε ικετεύω!» Άφησε την κορδέλα στα πόδια του και έσκυψε το κεφάλι. Όσο κι αν αγαπούσε την μητέρα της, είχε δεθεί με αυτά τα πλασματάκια. Ήταν πράγματι σαν κι αυτήν, παιδιά που έχασαν τον δρόμο τους. Και τα αθώα παιδιά αξίζουν τη ζωή πιο πολύ από κάθε άλλον. Τότε, σαν τα λόγια της να συγκίνησαν τον φύλακα, το πόδι του σηκώθηκε από τον Μούλογκ, ο οποίος έτρεξε να αγκαλιάσει τους φίλους του. Και, σαν από θαύμα, γύρισαν όλοι στην παλιά ανθρώπινη μορφή τους. Η Κοκκινοχρυσούλα χαμογέλασε κι αυτή μέσα στους λυγμούς της, γνωρίζοντας ότι αυτή θα έπαιρνε τη θέση τους. Άλλα προτού γίνει αυτό, ακούστηκε μια φωνή.

«Περίμενε. Άσ’ τη σ’ εμάς!» Και πίσω από τον Φύλακα εμφανίστηκαν οι «Τρεις Λύκοι». Ο καθένας τους πανέμορφος, με διαφορετική γούνα.

«Πέρασες το τεστ» της είπε ο άσπρος.

«Μα πώς; Αφού δεν σας βρήκα».

«Και γιατί πέρασες όλη αυτή την περιπέτεια τότε;» γέλασε ο μαύρος. Τότε, ο τρίτος, με την κόκκινη γούνα, άφησε ένα μικρό δεματάκι στα γόνατά της.

«Λίγη μαγεμένη γλυκόριζα από το ζαχαρόσπιτο αρκεί για να γίνει καλά» είπε.

«Και το δραγκομπλιντόνιο;»

«Αυτό το είχες από την αρχή». Χαμογέλασε. Χαμογέλασαν. Και από την πλάτη της ξεφύτρωσαν νεραϊδοφτερά. Ένα διαφανές ζευγάρι ίδιο με της κυρίας Φλώρας.

«Θα την βοηθάς στην ιατρική;»

«Φυσικά!»

Καταχαρούμενη λοιπόν, έφυγε μαζί με τα παιδιά στην πόλη. Η μητέρα της έγινε καλά και αυτή πάντα βοηθούσε την κυρία Φλώρα με τους ασθενείς της. Να ξέρετε λοιπόν ότι το καθετί καλό μάς επιστρέφεται. Με αυτή την απλή συμβουλή ίσως μπορέσετε κι εσείς να βάλετε λίγο «δραγκομπλιντόνιο» στη ζωή σας.

Βιογραφικό συγγραφέα

Η Ειρήνη Τσαχουρίδου γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 2003 στην Κατερίνη, όπου και ζει. Πηγαίνει Α΄ γυμνασίου στο Μουσικό Σχολείο. Χόμπι της είναι η μουσική, το θέατρο, το διάβασμα εξωσχολικών βιβλίων και η δημιουργική γραφή. Επίσης, αγαπημένη της δραστηριότητα είναι η ζωγραφική και το digital art. Στο μέλλον ενδιαφέρεται να σπουδάσει γραφιστική ή animation.


Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης