Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Η τελευταία παγάνα

Γιώργος Βουλγαρίδης

2o Βραβείο στην Κατηγορία ενηλίκων του έτους 2016

«Έλα μέσα να σε κεράσουμε. Πόσα χρόνια πέρασαν;»

«Πολλά».

«Τους καλούς τους θυμόμαστε. Τους κακούς δεν θέλουμε».

«Τίποτα δεν άλλαξε. Όλα όπως τα άφησα».

«Τι να αλλάξει; Εδώ ο χρόνος σταματά. Μα, έλα μέσα να πιούμε καφέ».

«Θα κάνω μια βόλτα πρώτα και ίσως περάσω αργότερα».

«Καλά, εντάξει».

Δεν ήθελα να μπω μέσα. Να δω εκείνη τη φωτογραφία. Ό,τι και να ’κανα, το βλέμμα μου θα πήγαινε εκεί. Σ’ εκείνη τη φωτογραφία. Σαράντα περίπου άτομα να κρατούν το τρόπαιό τους, ένα σιβηρικό χάσκυ. Ένα κουρέλι να το βαστούν σφιχτά καμαρωτοί και ικανοποιημένοι άνθρωποι. Απ’ το ένα χέρι το τουφέκι κι απ’ το άλλο το άψυχο κορμί του σκύλου. Ο μόνος που έλειπε ήμουν εγώ. Ξένο σώμα σ’ όλα αυτά, βρήκα κάποια δικαιολογία. Θα την είχαν αυτήν την φωτογραφία. Αποκλείεται να την έβγαλαν. Αυτά σκεφτόμουν καθώς περπατούσα στον μώλο, φέρνοντας στην μνήμη μου αυτά που έζησα σ’ αυτήν την απομονωμένη γωνιά του Αιγαίου. Πρωτοδιόριστος ταχυδρομικός υπάλληλος, μετρούσα τα μπαγάζια μου, καθώς το καράβι της άγονης έφευγε αφήνοντάς με με ερωτηματικά κι ελπίδες σε τόπο που για άλλους είναι όνειρο και για άλλους κατάρα. Η χώρα ήταν στο λιμάνι και γύρω της το κυκλαδίτικο άνυδρο να βοηθάει το μάτι να χάνεται ανάμεσα στη μαγεία του ουρανού και της θάλασσας. Ο προϊστάμενός μου με τακτοποίησε γρήγορα σε μια μονόχωρη γκαρσονιέρα και με το χαμόγελό του εγγυήθηκε καλή συνεργασία και ζεστή φιλοξενία.

Ο χρόνος κυλούσε ωραία. Ηλιόλουστες μέρες και καλή παρέα έκαναν τα πάντα γραφικά και το ηλιοβασίλεμα όλοι επιδίωκαν να βρίσκονται στις δύο καφετέριες του νησιού, χωρίς όμως τον μεγαλόστομο αστικό θαυμασμό και την προσήλωση στο φαινόμενο. Εκείνον τον Οκτώβρη δε φύσηξε ούτε μια φορά πάνω από τέσσερα μποφόρ και πού και πού έβλεπες από κανένα ιστιοπλοϊκό να δένει στο λιμάνι. Οι επιβάτες ήταν συνήθως ξένοι, μεσόκοποι, άνθρωποι που βίωναν την ελληνική θάλασσα σε όλο της το μεγαλείο.

Μια μέρα προσέγγισε και έδεσε ένα σκάφος-ιδιοκατασκευή, αλουμινένιο, παλιό. Προφανώς σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε με επίβλεψη του ιδιοκτήτη και έκανε πολλά ταξίδια. Είχε φωτοβολταϊκό και ανεμογεννήτρια, μεγάλο ντεπόζιτο νερού και ρούχα απλωμένα στα ρέλια. Όλα αυτά πρόδιδαν πλήρωμα έμπειρο και πολυταξιδεμένο, με συνείδηση και συμπεριφορά Ροβινσώνα Κρούσου. Και πράγματι, κάτι τέτοιο μας θύμισε το παρουσιαστικό των δύο Γάλλων, ενός άντρα και μίας γυναίκας, που επέβαιναν σε αυτό. Ξερακιανοί, σίγουρα πάνω από εξήντα, ταλαιπωρημένοι, τους έβλεπες να κάθονται στην πρύμνη και αμίλητοι να πίνουν τον καφέ τους. Δίπλα τους ένα επιβλητικό και πανέμορφο σκυλί, ένα χάσκυ Σιβηρίας, θηλυκό, με γαλανά μάτια, τρίχωμα λαμπερό και ουρά φουντωτή. Ασφαλώς, σ’ αυτό το σκάφος και μ’ αυτούς τους ιδιοκτήτες θα περίμενες να δεις ένα άλλο σκυλί. Τα καραβόσκυλα συνήθως είναι ημίαιμα, μεσαίου μεγέθους, κοντότριχα και όχι μεγαλόσωμα, καθαρόαιμα με πιστοποιητικά γνησιότητας και περγαμηνές ομορφιάς. Αλλά και τέτοιοι άνθρωποι μόνο κοπρόσκυλα με έξυπνα και ζωηρά μάτια θα μπορούσαν να έχουν. Αυτός ο σκύλος περιφερόταν νευρικά πάνω στο σκάφος με κίνηση μονότονη και επαναλαμβανόμενη. Σίγουρα οι πρόγονοί του θα έτρεχαν στα χιόνια, θα κοιμούνταν σε πάγους, θα έσερναν έλκηθρα, θα ήταν χρήσιμα εργαλεία σε ανθρώπους που ζούσαν σε ακραίες συνθήκες απομόνωσης και ψύχους. Ήταν ξένη εικόνα σε έναν τόπο που λούζεται από ήλιο και δέρνεται από αλμύρα. Δεν έπαυε όμως να είναι κάτι το αξιοπρόσεκτο, αφού το σκάφος παρέμεινε στο νησί πάνω από δέκα μέρες. Οι Γάλλοι δεν βγήκαν απ’ το σκάφος, ούτε αντάλλαξαν κουβέντα με τον οποιονδήποτε. Έμεναν εκεί, να διαβάζουν βιβλία και με το σκύλο νευρικό να πατάει απροσάρμοστα το αλουμίνιο. Όταν κάποτε έφυγαν, άφησαν τον σκύλο και κάποιοι τον είδαν να περιφέρεται για λίγο στο λιμάνι και έπειτα να εξαφανίζεται προς άγνωστη κατεύθυνση. Κανένας δεν κατάλαβε αν ήταν σκόπιμη ενέργεια των ιδιοκτητών ή βούληση του σκύλου. Κανείς όμως δεν έδωσε σημασία κι έτσι η ζωή συνεχίστηκε κανονικά.

Εγώ άρχισα να μαθαίνω τους πάντες και τα πάντα και η ζωή μου αποκτούσε ουσία κι ενδιαφέρον. Γνώρισα καλούς ανθρώπους και είχα ασχολίες. Αυτό που με γέμιζε πιο πολύ ήταν οι πεζοπορίες στους χωμάτινους δρόμους και στα μονοπάτια του νησιού. Βρήκα απίθανες διαδρομές και σε λίγο αυτοί οι περίπατοι έγιναν καθημερινή συνήθεια. Δεν υπήρχαν δάση ούτε ψηλά δέντρα, αλλά ξερό τοπίο, απεραντοσύνη, αέρας και θάλασσα. Στις διαδρομές σπάνια συναντούσες άνθρωπο και το μόνο που με συντρόφευε ήταν το βλέμμα των κατσικιών, που κυριαρχούσαν στο νησί. Σε μεγάλους πληθυσμούς κατέτρωγαν οτιδήποτε πρασίνιζε κυκλοφορώντας κατά μόνας ή σε μικρές ομάδες άναρχα, χωρίς παστούρες, σε χώρους καθορισμένους από ξερολιθιές και θάλασσα. Δεν ήταν παραγωγικά, γιατί βίωναν άσχημη ζωή. Έψαχναν για τροφή και κοιμoύνταν σε σπηλιές.

Πριν το Πάσχα κλείνονταν συμφωνίες με χασάπηδες μεγάλων νήσων που έρχονταν με καΐκια για να φορτώσουν. Πήγαιναν με τους ιδιοκτήτες και με φίλους τους, έκλειναν με πόρτες το χώρο που περιβαλλόταν με ξερολιθιές και με κυκλωτική κίνηση οδηγούσαν τα ζώα στη θάλασσα. Εκεί ξεχώριζαν τα μικρά, τα φόρτωναν ζωντανά στο καΐκι, εκτός από τα πολύ ατίθασα. Εκείνα τα έσφαζαν επιτόπου και τα έβαζαν στην πλώρη σαν για παραδειγματισμό. Κι έτσι όλοι μαζί έφευγαν από το νησί με τις ρεματιές να αντιλαλούν τα απεγνωσμένα βελάσματα των μανάδων για τον απρόσμενο και βίαιο αποχωρισμό.

Μες στον χειμώνα μάθαμε ότι νεκρά ζώα βρίσκονταν διάσπαρτα στα βουνά του νησιού, άλλα απλώς σκοτωμένα κι άλλα μισοφαγωμένα. Η οργή ήταν μεγάλη, γιατί αυτά τα ζώα ήταν λόγος ύπαρξης για πολλούς. Αλληλοδανειζόμενα πολλαπλασιάζονταν με ρυθμούς εξωπραγματικούς και προσέφεραν μεγάλα κέρδη στους ιδιοκτήτες τους από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις που δίνονταν για να στηρίξουν την κτηνοτροφία, αλλά στην πραγματικότητα ευνοούσαν την απάτη και την αυθαιρεσία. Η ανυπαρξία αδέσποτων και η μαρτυρία κατοίκων που είδαν το χάσκυ να περιφέρεται στα βουνά ευτραφές και δυνατό ενοχοποίησαν αμέσως το σκυλί των Γάλλων και κινητοποίησαν αποσπάσματα για την εκτέλεσή του. Κάθε Κυριακή το σύνολο σχεδόν των αρρένων του νησιού ξεκινούσε από νωρίς, εφοδιασμένο με όπλα μικρού και μεγάλου βεληνεκούς. Οι περισσότεροι, ως εθνοφύλακες που ήταν, είχαν πολεμικά G3 με βεληνεκές τουλάχιστον ένα χιλιόμετρο και η εξόντωση του σκύλου φάνταζε εύκολη υπόθεση. Έδωσαν και σε εμένα ένα παλιό μονόκανο μπάικαλ και δέχτηκα την ένταξή μου στο απόσπασμα, περισσότερο από έλλειψη ενδιαφερόντων το πρωινό της Κυριακής και λιγότερο από έχθρα στο άμοιρο ζώο. Στο απόσπασμα υπήρχε ιεραρχία και τάξη. Τον ρόλο του αρχηγού ανέλαβαν δικαιωματικά οι παλαιότεροι και πιο έμπειροι κυνηγοί, που πάσχιζαν να αμβλύνουν το πάθος του στίφους των νεότερων που έβλεπαν στο σκότωμα του σκύλου αιώνιες τιμές. Κατά παράδοξο όμως τρόπο και ενώ κατά τη διάρκεια των άλλων ημερών της εβδομάδας πολλοί αλλά άοπλοι έβλεπαν το σκυλί, τις Κυριακές ήταν άφαντο.

Σύντομα όλοι κατάλαβαν ότι ο αντίπαλος υποτιμήθηκε. Ζώα κατά δεκάδες κείτονταν νεκρά στις πλαγιές του νησιού με αυξανόμενη τάση και η οργή όλων ήταν πια πολύ έκδηλη. Άρχισα κι εγώ να συμμερίζομαι τα συναισθήματα των ανθρώπων, με πολλούς απ’ τους οποίους κάναμε παρέα. Προσπαθούσα κατά τη διάρκεια των καθημερινών περιπάτων να διακρίνω κάπου τον σκύλο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Κι όμως κάποιοι τον έβλεπαν, αλλά πολύ αραιά. Ήταν πια το κύριο θέμα όλων των συζητήσεων, καθώς οι μήνες περνούσαν και σύντομα συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από τότε που το χάσκυ άρχισε να μετρά τα θύματά του, δύο χιλιάδες ζώα νεκρά και η απόγνωση των κατοίκων μεγάλη. Μέχρι και σε διπλανές βραχονησίδες βρέθηκαν νεκρά ζώα, προσδίδοντας στο σκύλο χαρακτηριστικά διαβολικού τέρατος.

Μια Τετάρτη πήρα τον δρόμο για την παραλία του Αϊ-Σπυρίδωνα, ένα μέρος βραχώδες κι απόκοσμο. Ήταν χειμώνας καιρός με ήλιο κι αέρα. Ύστερα από μία ώρα διαδρομή και στην κατηφόρα πριν την αμμουδιά είπα να αλλάξω δρόμο και να στρίψω αριστερά. Το μονοπάτι ήταν πατημένο από παλιά και ίσα ίσα που φαινόταν. Στην τελευταία στροφή πριν την αμμουδιά και δίπλα σε κάτι θαλασσοδαρμένα βράχια είδα να με κοιτά περήφανο και αιφνιδιασμένο το ον που μισήθηκε όσο τίποτα άλλο στην ιστορία του νησιού. Σταμάτησα αμέσως κι έμεινα αποσβολωμένος να κοιτώ τα μάτια του χάσκυ, που το αιγαιοπελαγίτικο φως έκανε μοναδικά. Σκυλί εύρωστο, με τρίχα λαμπερή να κυματίζει από τον αέρα, δεν φαινόταν να τρομάζει και συνέχιζε να στέκεται ακίνητο μπροστά απ’ τα βράχια που σκεπάζονταν από χώμα και που προφανώς ήταν το σπίτι του. Την αρχική μου αμηχανία μπροστά στον αιμοσταγή δολοφόνο διαδέχθηκε μια ηρεμία μπροστά σε κάποιον που ζητά να μοιραστεί κάτι. Κάθισα σιγά σιγά σε μια πέτρα και μείναμε και οι δυο χωρίς να κοιτάμε πια ο ένας τον άλλον, με την επιθυμία της επαφής. Πέρασε αρκετή ώρα και με αργές κινήσεις σηκώθηκα να φύγω προσέχοντας τις κινήσεις του σκύλου, που τώρα κοιτούσε τη θάλασσα εξοικειωμένος με την παρουσία μου. Γυρνώντας στο χωριό αποφάσισα να μην προδώσω το μυστικό μου. Θα προτιμούσα να σκοτώσω παρά να καταδώσω. Ήταν κι η εικόνα αυτού του ζώου που χαράχθηκε στη μνήμη μου, να βρίσκεται μόνο και καταδικασμένο από επιλογή ανθρώπων και όχι από μοίρα προγονική.

Την άλλη μέρα ξαναπήγα στον Αϊ-Σπυρίδωνα και ξαναείδα το ζώο χωρίς να προσπαθήσω να το πλησιάσω πιο πολύ. Έμεινα κοιτάζοντας με ακαθόριστο συναίσθημα. Οι συναντήσεις μας συνεχίστηκαν για πολύ ακόμα, με το αίσθημα της ματαιότητας όλο και πιο έντονο, καθώς οι κινητοποιήσεις της εξόντωσης πλήθαιναν και το τέλος φάνταζε προδιαγεγραμμένο. Το ένιωθα, όταν άκουγα το πάθος και την αποφασιστικότητα των φίλων μου, που αγανακτισμένοι οργάνωναν τις εκστρατείες για τον εντοπισμό του ζώου.

Μια από αυτές έγινε την Κυριακή του Θωμά, όταν πλήθος επισκεπτών προσφέρθηκε αυτοβούλως να συμμετάσχει σ’ αυτό το ιδιότυπο κυνήγι. Η συμμετοχή ήταν σχεδόν πάνδημη. Παρόντες κι ο αστυνόμος με τον ανθυπασπιστή, που έδωσαν την άδεια για την χρήση των κυνηγετικών και των πολεμικών όπλων. Κάποιος βοσκός είδε τον σκύλο την προηγούμενη στην περιοχή του Αϊ-Σπυρίδωνα και η παγάνα θα στηνόταν εκεί. Πήρα κι εγώ μέρος, γιατί δε θα άντεχα την προσμονή της αναγγελίας του ευχάριστου ή δυσάρεστου νέου. Καλύτερα να έβλεπα μόνος μου τι θα γινόταν, παρά να ρωτώ υποκριτικά τάχα από ενδιαφέρον για τα γίδια.

Ξεκινήσαμε πολύ νωρίς και σε λίγο φτάσαμε στην κορυφή του Μαυρόλοφου. Απ’ εκεί ακροβολισμένοι θα καταλήγαμε στην παραλία του Αϊ-Σπυρίδωνα. Εγώ πήγα με την μηχανή του κουμπάρου μου, ο πατέρας του οποίου έχασε πάνω από διακόσια ζώα από τις επιθέσεις του σκύλου. Κατέβαιναν όλοι με μεγάλη προσοχή και με τα βλέμματα να πετούν φωτιές. Εγώ ήλπιζα σε κάτι. Είχαμε διανύσει την μεγαλύτερη απόσταση και απέμενε μόνο το πάνω μέρος από την ακτή του Αϊ-Σπυρίδωνα. Κοιτούσα περισσότερο τα βλέμματα και τις αντιδράσεις των άλλων. Ήθελα να δω αν εντόπισαν κάτι. Σκεφτόμουν τι θα γινόταν αν το έβλεπαν. Θα φώναζαν δυνατά και θα έτρεχαν όλοι να περικυκλώσουν το ζώο, που θα δεχόταν ομοβροντία πυρών. Στη συνέχεια, νεκρό όπως θα ήταν, θα το κλωτσούσαν βρίζοντάς το. Μα μέχρι τώρα όλα πήγαιναν καλά. Πρέπει να τρύπωσε στα βράχια. Εκεί ήταν το μυστικό του και το μυστικό μου. Θα τους είδε όλους αυτούς. Κάτι θα άκουσε. Εντέλει κάτι θα μυρίστηκε. Πηγαίνω προς τα εκεί για να το επιβεβαιώσω. Το βλέπω να με κοιτά, όπως και τις άλλες φορές. Η μόνη διαφορά είναι ότι κρατώ το μονόκανο. Προσπαθώ διακριτικά να το κάνω να κρυφτεί. Δεν μπορώ όμως .Η σχέση μας είναι καθαρά πνευματική. Ποτέ δεν είχαμε οικειότητες, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Χωρίς να το προβλέψω, από ένα βράχο πίσω μας και σε απόσταση εκατό μέτρων, εμφανίζεται ομάδα πέντε τυφεκιοφόρων, που βλέπουν εμένα με τον σκύλο απέναντί μου. Μου φωνάζουν έντονα κι επιτακτικά.

«Ρίχτου!»

«Γρήγορα!»

«Ρίχτου!Ρίχτου!»

«Ρίχτου!Τι κάθεσαι;»

Ασυναίσθητα επωμίζω και πατώ τη σκανδάλη. Σημάδεψα κεφάλι. Αμέσως σπεύδουν όλοι στο σημείο. Μερικοί ακόμα καταριούνται. Άλλοι γελούν. Το μόνο που κατάφερα ήταν να μην μπω στη φωτογραφία. Σ’ εκείνη τη φωτογραφία.

Βιογραφικό συγγραφέα

Ο Γιώργος Βουλγαρίδης γεννήθηκε στον Βόλο το 1967. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Εργάστηκε ως φιλόλογος στα σχολεία: Γυμνάσιο Φούρνων Ικαρίας, Γυμνάσιο Πύργου Σάμου, Λύκειο Αντιμάχειας Κω, Γυμνάσιο Ζιπαρίου Κω, Λύκειο Τραγέας Νάξου, Εμπειρίκειο Γυμνάσιο Άνδρου, 1ο Λύκειο Σύρου, Γυμνάσιο Αγίου Κηρύκου Ικαρίας, Λύκειο Ανδριτσαίνης Ηλείας, Γυμνάσιο Βίβλου Νάξου. Εδώ κι εφτά χρόνια διδάσκει στο 1ο Λύκειο Βόλου.

Μαθητές του διακρίθηκαν σε πολλούς πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το 2015-2016 βραβεύτηκε από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Έχει εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων. Είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών.



Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης