Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Ζωή στην παράταση

Ευάγγελος Σκλιοπίδης

3o Βραβείο στην Κατηγορία ενηλίκων του έτους 2016

Κατερίνη 10 Φεβρουαρίου 2021 – Βήματα γρήγορα. Παπούτσια λασπωμένα. Βροχή ψιλή. Λακκούβες πολλές. Η πλατεία υπό κατασκευή.

Μπαινοβγαίνει στα μαγαζιά. Ψωνίζει. Χαιρετάει. Ζει το πρωινό της. Ζει κάθε της λεπτό. Ρουφάει την ζωή σαν τσιγάρο τελευταίο. Νομίζεις πως ετοιμάζεται για το μεγαλύτερο ταξίδι της ζωής της. Για την γειτονιά των Αγγέλων. Σαν να μην θέλει να χάσει ούτε λεπτό από την γκρίζα αλλά ζωντανή καθημερινότητα της πόλης. Μεταξύ μας, στα πιστεύω της δεν υπήρχαν οι Άγγελοι. Άλλοι θεοί την έφτασαν ως εδώ. Με άλλη γλώσσα και άλλα σχέδια. Ατελείωτα μερόνυχτα τούς έβριζε. Τους έδινε ευθύνες. Τους ζητούσε τις αιτίες. Έψαχνε για λύσεις.

Μια κόρνα. Ένας διάλογος. Ένα ποδήλατο. Πέρασε τον δρόμο σχεδόν τρέχοντας. Να προλάβει. Και άλλο μαγαζί. Ο πεζόδρομος δεν ανήκει πλέον στον Μέγα Αλέξανδρο, που τον ονομάζει, αλλά στην Σαρμπάτ.

Πέντε χρόνια καταριόταν τους θεούς της. Και δεν τους είχε λίγα. Πέντε χρόνια. Πέντε χρόνια, βράδια πνιγμένα σε κλάμα, κατάρες, μοναξιά και πόνο. Βράδια κρύα, νηστικά, άρρωστα και βρόμικα. Βράδια βουβά, άδεια, στοιχειωμένα. Πέντε χρόνια από την μέρα που πέρασε την μισογκρεμισμένη αυλόπορτα του σπιτιού της. Πέντε χρόνια από την μέρα που φίλησε το υγρό μάγουλο του πατέρα της για τελευταία φορά. Πέντε χρόνια από τη νύχτα που πάτησε με το γυμνό της πόδι την παγωμένη αμμουδιά της Τσαμπού στην Σάμο.

«Καλημέρα, Σαρμπάτ. Το κουλούρι σου σήμερα δεν είναι και πολύ μαλακό».

«Καλημέρα, Γρηγόρη».

Είχε μια αγάπη και μια γλύκα η σπαστή προφορά των ελληνικών της. Είχε μια μελωδία, μια ραδιοφωνική θαλπωρή η φωνή της. Το χαμόγελό της μπορούσε να κάνει τον Όλυμπο να κοκκινίσει.

Μπήκε στο πάρκο. Κοίταξε τα νερά που χόρευαν με τους βράχους. Περνούσε κάθε μέρα. Στεκόταν και κοιτούσε. Και θυμόταν την πρώτη φορά που αντίκρισε το πάρκο. Την μέρα που κατέβηκε από το λεωφορείο, μπροστά ακριβώς στο πάρκο της Κατερίνης. Το πρώτο βήμα σαν άνθρωπος και πάλι. Ίσως την βόλτα εκείνη να την είχε χαρεί περισσότερο και από τους γονείς της, όταν την είδαν για πρώτη φορά να περπατάει.

Για δυόμισι χρόνια ζούσε μαζί με άλλους μετανάστες στο στρατόπεδο του Σβορώνου.

Στις 16 Οκτωβρίου το 1912, ο αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Σβορώνος απελευθερώνει την πόλη της Κατερίνης, οδηγώντας το 20ο σύνταγμα κατά των Τούρκων. Κάπου στα μέσα Φεβρουαρίου του 2016, το στρατόπεδο του Σβορώνου γίνεται η φυλακή της Σαρμπάτ. Η Ελληνική Κυβέρνηση φιλοξενεί τους πρόσφυγες που φτάνουν στην Ελλάδα κατά χιλιάδες. Η ζαριά της τύχης φέρνει την Σαρμπάτ στην Κατερίνη.

Το φουστάνι της είχε σκιστεί ενώ προσπαθούσε να ανέβει πάνω στην Άννα-Μαρία. Ήταν η βάρκα που την έσωσε από τα βόρεια άγρια κύματα της Σάμου και από την τρέλα του πολέμου. Το φόρεσε αρκετά μέσα στο στρατόπεδο. Το αντικατέστησαν με στρατιωτικές στολές στην προσπάθεια να σταματήσουν τις καθημερινές σεξουαλικές επιθέσεις από τον ντόπιο ερεθισμένο και πεινασμένο για εισαγόμενο σεξ πληθυσμό. Θύμα και η Σαρμπάτ. Ήταν τόσο μπερδεμένη μέσα της, όμως, που δεν άφησε να της ακουμπήσουν την καρδιά. Τόσο μπερδεμένη που, κάθε βράδυ με το σβήσιμο των φώτων, δεν ήξερε αν θέλει να γελάσει με την παράταση της ζωής της ή να κλάψει για τον ξεριζωμό της.

Τόσο μπερδεμένη! Μόνη! Εξαντλημένη! Πάλευε κάθε μέρα με την ιδέα να τερματίσει αυτόν τον άνισο αγώνα. Πάλευε. Σχεδόν παρακαλούσε να σφυρίξει κάποιος την λήξη σε αυτόν τον άδικο αγώνα.

«Καλημέρα, Σαρμπάτ!»

«Καλημέρα, Νίκος. Μπράβο! Βρήκες το μπαλάκι του Ρόκυ».

«Ναι… Για δυο μέρες νόμιζα πως το είχε φάει και αυτό».

Δεν φορούσε πλέον την χακί στολή και ο κόσμος της πόλης την αγαπούσε. Το πράσινο του πάρκου έκανε τα μάτια της να λάμπουν ακόμα περισσότερο. Σμαραγδένια μάγια που σου πέτρωναν την καρδιά σαν την Μέδουσα. Περπάτησε την αυλή της Αγίας Τριάδας. Κάθε φορά που περνούσε, η καρδιά της χτυπούσε πιο δυνατά από το καμπαναριό.

«Τι είναι θεός;

Τι είναι ζωή;

Τι είναι η Τριάδα;

Μήπως ο θεός είναι γυναίκα και έχει δυο ονόματα ; Άννα-Μαρία;

Ήταν εκεί όταν την ξέβρασε η θάλασσα στην ακτή;

Ήταν εκεί όταν ο τοίχος του δωματίου της γκρεμίστηκε από την οβίδα;

Ήταν εκεί όταν ένιωσε την κάψα της πόλης μέσα της;

Τι είναι θεός;

Τι χρώμα έχει το δέρμα του;

Τι είναι δίκαιο και τι σωστό;

Ποιος κρατάει το χρονόμετρο της ζωής του καθενός και ποιος δίνει παράταση σε αυτήν;»

Αυτά τα ρωτήματα χόρευαν μόνο στο μυαλό της. Και τίποτα άλλο. Είχε πατήσει σαν σταφύλι αυγουστιάτικο μνήμες παλιές, οικογένεια, έρωτες, φιλίες, μυρωδιές, ήχους, μουσικές, χορούς. Άλλο πιο κάτω δεν γινόταν. Άδειασε το μυαλό της τελείως. Δεν ήθελε να θυμάται τίποτα. Ξαναγεννήθηκε και μάθαινε την ζωή από την αρχή.

Στο μπερδεμένο της μυαλό και στο αδειανό της το κεφάλι, τον θεό τώρα τον έλεγαν Γιάννη. Είχε μπλε μάτια και ξανθά μαλλιά. Υπηρετούσε στην Αστυνομία. Ήταν στο ίδιο λεωφορείο που μετέφερε μερικούς από τους μετανάστες και κάτοικους του στρατοπέδου στο κέντρο της πόλης, σαν ένδειξη καλής θελήσεως από την τοπική κοινωνία.

Ο δήμαρχος, μετά από αλλεπάλληλες εκκλήσεις, έδωσε άδεια στους πρόσφυγες να επισκεφτούν την πόλη της Κατερίνης. Ήταν στην ομάδα των αστυνομικών που ακολούθησαν την ομάδα των κατοίκων του στρατοπέδου στο κέντρο της πόλης και πίσω. Την κοιτούσε όλη την ώρα. Δεν ήταν μόνο κάψα ερωτική. Την διάβαζε. Την ξεφύλλιζε σαν ταξιδιωτικό βιβλίο.

Από πού να ήρθε; Πόσες μέρες να ταξίδευε; Πόσες μέρες να άντεξε νηστική; Ποιον άφησε πίσω; Πόσο χρονών είναι αυτά τα μάτια; Πόσο να κοστίζει το αεροπορικό για την πατρίδα της; Την κοιτούσε συνέχεια.

Και όταν κατέβηκε μπροστά στο πάρκο. Έμεινε να την κοιτάει πίσω από το τζάμι του λεωφορείου. Ήταν ο χρόνος σαν να σταμάτησε και για τους δύο. Η Σαρμπάτ κοιτούσε το πάρκο και ο Γιάννης την Σαρμπάτ.

Τίποτα δεν μπορούσε να διακόψει την επικοινωνία τους. Μετά από δυόμισι χρόνια φυλακισμένης ζωής, τα πράσινά της μάτια ξανακοιτούσαν τη ζωή. Τα νερά στο σιντριβάνι. Οι πέτρες με την άλγη επάνω τους. Σαν να τα έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή της. Φώναζαν με όλη τους τη δύναμη:

«Ναιιιιιι !Ζειιιιιιιιιιις! Είσαι ζωντανή. Φοράς ένα άθλιο, αντρικό, τρύπιο, χακί παντελόνι, αλλά είσαι ζωντανήήήήήήήήήήήήή».

Από εκείνη την μέρα, στεκόταν κάθε μέρα μπροστά στο σιντριβάνι και το κοιτούσε. Το άκουγε να της φωνάζει. Έπρεπε να το πιστέψει πως είναι ζωντανή και όχι μόνο όρθια. Είχε μια ζωή κρυμμένη σε αυτή την πόλη που έπρεπε να ξεθάψει.

Από τους δικούς της κανένα νέο. Από την ημέρα που η Άννα-Μαρία έδωσε παράταση στη ζωή της που τελείωνε, κρεμόταν από τα χείλη κάθε συμπατριώτη της για νέα από την πατρίδα. Μετά από τόσο καιρό προσμονής και ψεύτικης ελπίδας, άφησε την τύχη της στον θόρυβο του νερού που έπεφτε πάνω στην πέτρα.

Κάθε μέρα που έφτανε με το λεωφορείο μπροστά στην πύλη του πάρκου, στεκόταν με την ώρα και κοιτούσε το σιντριβάνι. Το άκουγε. Του μιλούσε. Αντάλλασσαν απόψεις και εμπειρίες. Στο νερό έβλεπε τη ζωή, τη συνέχεια, τη ροή, τη γαλήνη, το φως!

Και ο Γιάννης από πίσω, στο τζάμι. Κολλημένος να την κοιτάει σαν παιδί που κοιτάει το πρώτο χιόνι της χρονιάς να πέφτει σα να χορεύει σιωπηλά. Δεν την χόρταινε. Μόνος στη ζωή. Στο δάχτυλό του δεν υπήρχε μαρτυρία γυναίκας. Ο αλμυρός ήλιος της θάλασσας, που πολύ αγαπούσε, δεν άφησε το γαμήλιο αποτύπωμά του. Πάντα μέσα σε όλα και με όλους. Και τώρα πολύ ερωτευμένος.

Δεν έχασε ούτε μία μετακίνηση προς το πάρκο. Πάντα παρών. Δυο μήνες θόλωνε το τζάμι κοιτώντας την Σαρμπάτ να κάνει τη βόλτα της στο πάρκο.

«Θέλεις λίγο;» Έτρωγε κουλούρι. «Would you like some?»

Δεν τρόμαξε στην φωνή του. Πιο πολύ τρόμαξε, γιατί δεν μπορούσε να ακούσει το νερό πια. Μόνο την φωνή του και το σουσάμι, που έσπαγε στο στόμα του, άκουγε. Άπλωσε το χέρι και με την βοήθεια της πείνας της έκοψε ένα κομμάτι.

Περπάτησαν κάτω από τα δέντρα προσπαθώντας να συνεννοηθούν. Το κουλούρι τελείωσε γρήγορα. Καφές. Βόλτα. Γέλιο με τα ονόματα. Η ώρα πέρασε γρήγορα. Στο λεωφορείο κάθισαν μαζί. Κοίταζαν μαζί έξω από το τζάμι. Σταμάτησε με σκόνη το παλιό όχημα μπροστά στην πύλη. Σήκωσε το χέρι του.

«Γεια!»

Την άλλη μέρα τον περίμενε η Σαρμπάτ με το χέρι σηκωμένο.

«Γεια!»

Δεν μπορούσε να κρύψει την χαρά του ο Γιάννης και ψέλλισε:«Γεια!»

Στη σακούλα του είχε πολλά και διάφορα. Κουλούρια, χυμούς, καραμέλες. Γύρισαν κάθε γωνιά του πάρκου. Δεν πίστευαν και οι δυο την επικοινωνία που είχαν μεταξύ τους χωρίς να μιλάνε. Το μπλε και το πράσινο των ματιών τους ενώθηκαν σε ένα ουράνιο τόξο. Δεν το σκέφτηκε περισσότερο. Της έπιασε το χέρι και μπήκαν στο μαγαζί του φίλου.

«Αυτή είναι η Σερμπάτ. Θέλω να την ντύσεις».

«Έχεις τρελαθεί τελείως;»

Την ξανακοίταξε στα μάτια ο Γιάννης.

«Μάλλον ναι.»

Σε λίγο κάθισαν στο τραπέζι του εστιατορίου, που σύχναζε ο Γιάννης και παρήγγειλε το πιάτο της ημέρας και κρασί. Η Σαρμπάτ κοιτούσε μια το νέο της φουστάνι και μια τον νέο της θεό. Το κρασί που δοκίμασε για πρώτη φορά στην ζωή της ήταν σαν να σφράγισε την καινούργια της ζωή. Προσπαθούσε να πει την λέξη πιρούνι και για ώρα πολλή δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα γέλια τους. Η ώρα πέρασε πάλι γρήγορα. Σηκώθηκαν. Την έπιασε πάλι από το χέρι, που τώρα ήταν ιδρωμένο από λαχτάρα. Περπάτησαν μέχρι το σπίτι του.

Το νερό του μπάνιου που έτρεχε επάνω στο γυμνό της ταλαιπωρημένο κορμί την ξαναβάφτισε. Ξέπλυνε ό,τι είχε και δεν είχε στην μέχρι τότε ζωή της. Τα λίγα βήματά της, με τα νερά να τρέχουν κάτω από την πετσέτα, την οδήγησαν στην πύλη της καινούργιας ζωής. Το πέρασμα από τις πύλες του παραδείσου, που δεν είχε μάθει να πιστεύει. Άρχισε να πιστεύει. Κάτω από τα βρεγμένα της μαλλιά, τα μάτια της αντίκρισαν τη δύναμη της ζωής, τη δύναμη του έρωτα.

Η πρώτη ανατολή της νέας τους ζωής τούς βρήκε αγκαλιά. Και ήταν πολύ όμορφη. Πλούσια σε αισθήματα, φτωχή σε λόγια. Ντύθηκε γρήγορα. Της άρεσε τόσο το καινούριο της φουστάνι. Σχεδόν τον έσυρε έξω από την πόρτα.

Το στρατόπεδο δεν ξαναείδε την Σαρμπάτ. Ο Γρηγόρης όμως την έβλεπε κάθε πρωί. Πουλούσε τα πιο ωραία κουλούρια στην πλατεία. Και ο Μάνος την έβλεπε κάθε μεσημέρι. Μαγείρευε πάντα κάτι καλό. Και ο Νίκος την έβλεπε συχνά. Πουλούσε τα πιο ωραία φουστάνια.

Και οι μέρες πέρασαν γρήγορα. Και οι εβδομάδες. Και έτρωγαν πάλι στου Μάνου. Μεσημέρι περασμένο ήταν όταν σηκώθηκε απότομα και την πέρασε απέναντι. Στο δημαρχείο.

«Να ζήσετε!» είπε στο τέλος ο Δήμαρχος, αλλά είχαν φτάσει ήδη στην πόρτα.

Μπήκανε στο αυτοκίνητο. Το αμάξι πάρκαρε στον παραλιακό δρόμο και ο ήλιος έπαιρνε τη θέση του στο βάθος της θάλασσας. Από το τζάμι φαίνονταν όλα πιο κόκκινα. Η ώρα πέρασε πάλι γρήγορα.

Η μουσική δυνατή. Τα λόγια ελάχιστα. Η εμπειρία πρωτόγνωρη για αυτήν. Χορός, ποτό, τραγούδι, ήταν πολύ μακριά από το σπίτι της όλα αυτά. Ταυτόχρονα όμως ήταν τόσο κοντά σε αυτόν. Αγκαλιά του συνέχεια. Κατάματα. Ερωτικά. Λυτρωτικά.

Και για αυτόν ήταν πολύ μεγάλη η εμπειρία. Φαινόταν τόσο ψεύτικο αλλά και τόσο αληθινό την ίδια στιγμή. Το ζούσαν μέχρι τέλους. Όλο το μαγαζί χαιρόταν τον έρωτά τους. Χωρίς να το ξέρουν, ήταν όλοι τους καλεσμένοι στο πιο αληθινό γαμήλιο γλέντι.

Η ώρα πάλι κύλησε γρήγορα. Τα χρόνια κύλησαν γρήγορα. Η Σαρμπάτ γυρίζει γρήγορα στο σπίτι, αφού έχει κάνει τη βόλτα της στο κέντρο της πόλης, αφού αγόρασε το κουλούρι της, αφού σταμάτησε για έναν φόρο τιμής στην είσοδο του πάρκου και στο καμπαναριό της Αγίας Τριάδας.

Ανεβαίνει τις σκάλες γρήγορα. Βάζει το κλειδί στην πόρτα. Τρέχει στο δωμάτιο.

Η μπουμπού είναι 5 μηνών και στην αγκαλιά του Γιάννη.

Την λένε Άννα-Μαρία.

Βιογραφικό συγγραφέα

Ο Ευάγγελος Σκλιοπίδης γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1979 από τη Μαρία και τον Κώστα Σκλιοπίδη. Ανάμεσα στους μύθους του Ολύμπου και τις ακτές τις Πιερίας τελειώνει τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση το 1997 και από εκεί Θεσσαλονίκη και Αγγλία για την ολοκλήρωση των σπουδών στον τομέα των οικονομικών. Η διαδοχή στην οικογενειακή επιχείρηση ξεκινάει επίσημα το 2001 και η δημιουργική πορεία φτάνει μέχρι το 2012. Στο διάστημα αυτό ασχολείται ενεργά με φορείς και θεσμούς του νομού, παντρεύεται την Δώρα Βελώνη και αποκτάει δυο παιδιά, τη Μαρία και τον Κωνσταντίνο. Έζησε κι εργάστηκε στην Αγγλία, η αγάπη του όμως για τον τόπο του τον έφερε και πάλι στην πατρίδα του.

Με τη συγγραφή ασχολείται ερασιτεχνικά από το 1998. Το σαρκαστικό κωμικό του στυλ φιλοξενούν οι εφημερίδες «Μακεδονικός Αγών», «Πολιτεία», αλλά και το προσωπικό του blog. Το 2015 διήγημά του βραβεύτηκε στον 2ο Ηλεκτρονικό Διαγωνισμό Διηγήματος της Εθελοντικής Ομάδας Δράσης Ν. Πιερίας.



Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης