Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Πριγκήπων 16, Κατερίνη

Ευαγγελία Σεραφείμ

2o Βραβείο στην Κατηγορία ενηλίκων του έτους 2016

Δεν μπορώ ποτέ να πω τη λέξη «σπίτι» και να μην προβάλει στα μάτια μου το σπίτι της γιαγιάς μου. Είναι ο ορισμός της έννοιας για μένα, αλλά και για όλο τον κόσμο νομίζω. Γιατί, τι είναι σπίτι; Ένας μικρόκοσμος, μια προστασία, η οικειότητα, η συγγένεια, τα αντικείμενα, ο χώρος ο δικός σου, ο οικειοποιημένος, η καταφυγή, η σωτηρία, το εμόν έναντι του αλλότριου.

Πριγκίπων 16, Κατερίνη. Δρόμος ήσυχος. Από την μια μεριά σπίτια, από την άλλη αμπελώνας. Το κτήμα του Πούτκατση, η Σουζάνα. Και το σπίτι της γιαγιάς στη μέση του οικοδομικού τετραγώνου, προσφυγικό, με αυλή, με ένα άλλο μικρό σπίτι στην ίδια αυλή, με αποθήκη, κοτέτσι, πλυσταριό.

Το σπίτι της γιαγιά μου, παρά το ότι είχε κτιστεί δωμάτιο δωμάτιο, είχε ένα σχέδιο αρκετά λειτουργικό.

Η κουζίνα μεγάλη, με εντοιχισμένες ντουλάπες, με συρόμενες πόρτες, βαριές, καρυδένιες, που χώριζαν την κουζίνα από το καθιστικό, όπου υπήρχαν άλλες δίδυμες, ολόιδιες ντουλάπες, πλάτη με πλάτη με αυτές της κουζίνας.

Η κουζίνα έβλεπε στον κήπο, από ένα μεγάλο παράθυρο, που ήταν πάντα ανοιχτό. Λαχανόκηπος, όπου η γιαγιά μου φύτευε ντοματιές και γύρω-γύρω λουλούδια. Ακριβώς απέναντι από το πλατύσκαλο της πόρτας της κουζίνας, που ήταν κι αυτή βαριά, καρυδένια, με τζάμι και όμορφο κάγκελο που το προστάτευε, ο παππούς είχε φυτέψει δυο τριανταφυλλιές. Την κόκκινη την έλεγε Αλίκη, στο όνομα της μητέρας μου, που την υπεραγαπούσε, ενώ ποτέ δεν την είχε κοντά του. Την άλλη, την άσπρη, την έλεγε Βηλίτσα, στο όνομα της αδελφής μου, που είχε το όνομά του. Αυτές οι τριανταφυλλιές μοσχοβολούσαν και έμελλε να γίνουν με τα χρόνια κι αυτές, ο απόλυτος ορισμός της τριανταφυλλιάς, ως ιδέας, ως λήμματος σε εικονικό λεξικό προσεγγίσιμο με τις αισθήσεις και όχι με το μυαλό.

Η κουζίνα είχε ένα μεγάλο τραπέζι κι έναν μαρμαρένιο πάγκο με νεροχύτη. Καθώς άνοιγε κανείς την πόρτα, είχε μπροστά του μια μεγάλη σόμπα, υψηλής απόδοσης θα έλεγα, που έκανε τη διαμονή μας εκεί γλυκιά ακόμη και τις πιο κρύες μέρες του χειμώνα. Στο καπάκι της βάζαμε φέτες ψωμί ή κάστανα, χωρίς να υποψιαζόμαστε πώς έτσι χαράσσαμε στην μνήμη μας γεύσεις που δεν θα ξαναβρίσκαμε ακόμα και στα καλύτερα εστιατόρια που θα μας οδηγούσε αργότερα η ζωή. Γεύσεις που τις θεωρούσαμε δεδομένες, γεύσεις που χτίζανε την έννοια του κόσμου με γλύκα, αποθέματα ισχυρά καταφυγής, όταν η πραγματική ζωή θα τραβούσε αργότερα το πέπλο για να αποκαλύψει το άλλο πρόσωπο, αυτό που κρατά για τους ενήλικες. Αλλά και γεύσεις βασανιστικές, που ματαίωναν κάθε προσπάθεια να τις ξαναβρούμε, ενώ υπαγόρευαν μια αναζήτηση διαρκή, λες και αν κατορθώναμε να τις ξαναγευτούμε, θα ξανάμπαινε το γοβάκι της Σταχτοπούτας στο πόδι μας κι ευθύς ο ουρανός θα έφεγγε, η χρυσή άμαξα θα μας περίμενε, το χέρι της γιαγιάς θα χάιδευε το κεφάλι μας, τίποτε δεν θα μας περίμενε επιτακτικά να το λύσουμε, όλα θα ήταν λυμένα κι ούτε μια έγνοια δεν θα σκίαζε το βλέμμα μας…

Αχ, αυτή η κουζίνα… Τι αγάπη μαγειρεύτηκε εκεί μέσα… Όταν χρόνια αργότερα μου ζητούσαν τα παιδιά μου τηγανητές πατάτες και με το ζόρι κατάφερνα να τηγανίσω δυο-τρεις μερίδες, σκεφτόμουν τα τηγανητά βουνά πατάτας που έκανε η γιαγιά μου, όμορφες, κίτρινες, μοσχοβολιστές, να βγαίνουν κι άλλες, κι άλλες, για όλα τα εγγόνια που έρχονταν, έτρωγαν, έφευγαν, έρχονταν τα άλλα και η γιαγιά εκεί, μπροστά το πετρογκάζ, με λαχτάρα και χαρά ότι έφαγαν τα παιδιά και ευχές, ευχές… ατελείωτες…

«Γκουζούμ, κομμάτι να πιάνεις, κρέας να γίνει πάνω σας…»

Γύρω από αυτό το τραπέζι, με τις αδελφές της μαμάς μου και τα ξαδέλφια μου να έρχονται να μας δουν, γιατί ήμασταν οι ξενιτεμένοι και ερχόμασταν στις διακοπές, λέγονταν αστεία, παλιές ιστορίες, πειράγματα, τραγούδια. Το γέλιο μας αντηχούσε καθαρό, αλογόκριτο…

Το καλοκαίρι η μεγάλη πόρτα της κουζίνας έμενε ανοιχτή, γιατί υπήρχε και μια πρόσθετη πόρτα με σήτα, που την κρατούσε κλειστή ένα ελατήριο.

Ήξερα καλά ότι η γιαγιά μου ποτέ δεν είχε άνεση οικονομική. Όταν όμως φτάναμε εμείς, το ψυγείο της ήταν γεμάτο και η παλιά παγωνιέρα στο κάτω σπίτι, που τώρα χρησίμευε σαν ντουλάπι, ήταν επίσης γεμάτη. Αρχόντισσα!

Αν όμως κάτι χαρακτήριζε το σπίτι της γιαγιάς μου, ήταν η καθαριότητα. Μέχρι και το κοτέτσι ήταν λαμπεροπλυμένο. Στα πίσω παράθυρα του σπιτιού, τα οποία ανοίγαμε για να ακουμπήσουμε τα στρώματα, τις καπλαντισμένες μας κουβέρτες και τα μαξιλάρια μας, ώστε να αεριστούν, χειμώνα καλοκαίρι ποτέ δεν έφτασε μυρωδιά από το κοτέτσι. Αντιθέτως, τα μαξιλάρια, τα στρώματα, τα δωμάτια, τα γιούκα με τα στρωσίδια, όλα μοσκοβολούσαν.

Το δωμάτιο που ήταν τοίχο-τοίχο με την κουζίνα χρησίμευε για καθιστικό, αλλά το βράδυ εκεί στρώναμε να κοιμηθούμε, εμείς, οι μουσαφίρηδες. Το δωμάτιο έβλεπε με ένα παράθυρό του στην ισόγεια βεράντα με την κόκκινη κολόνα της στη γωνία και με το άλλο παράθυρό του στην αυλή, στο ύψος της αρχής του κήπου, ακριβώς εκεί όπου υψωνόταν η μεγάλη μαυροσυκιά. Στα παράθυρα υπήρχαν το καλοκαίρι γλάστρες με σκουλαρικιές, γερές, όμορφες. Ποτέ δεν πρόσεξα πότε και πόσο τις πότιζαν, αλλά πάντα ψάχνω έκτοτε στο ίντερνετ τα μυστικά της καλλιέργειας σκουλαρικιάς, χωρίς αποτέλεσμα, ενώ το μάτι μου πάντα «πιάνει» την όμορφη σκουλαρικιά σε όποια αυλή και αν την δει, αλλά και στα φυτώρια τις κοιτάζω με νοσταλγία κι αναρωτιέμαι αν θα τα καταφέρω αυτή την φορά να την κρατήσω, να γίνει εύρωστη, δυνατή, να βγάζει και να βγάζει λουλούδια…

Η κουζίνα και το καθιστικό, λοιπόν, ήταν εν σειρά από την πλευρά της ανατολής και του κήπου και οι εσωτερικές πόρτες τους κατέληγαν σε έναν διάδρομο που φωτιζόταν από τη δύση με ένα παράθυρο μεγάλο, που έβλεπε στον πίσω κήπο και στον φράχτη που μας χώριζε από την αυλή του άλλου σπιτιού. Αφού τελείωνε το παράθυρο, υπήρχε άλλη πόρτα, του υπνοδωματίου του παππού μου, με ένα σιδερένιο διπλό κρεβάτι και μια ντουλάπα με καθρέφτη. Και εδώ υπήρχε παράθυρο, που έκανε γωνία με το παράθυρο του διαδρόμου και κοιτούσε φάτσα στον πίσω κήπο και το κοτέτσι, που ήταν στην προέκτασή του και χωριζόταν από τον κήπο με συρματόπλεγμα και πόρτα.

Το τέλος του διαδρόμου έκλεινε με πόρτα πάλι, που οδηγούσε στο σαλόνι, που έβλεπε στον κύριο δρόμο, Πριγκίπων, και τον αμπελώνα του Πούτκατσι, από ένα παράθυρο που είχα πάντα ερμητικά κλειστά τα παντζούρια. Εδώ υπήρχε και η κύρια είσοδος του σπιτιού, στο δεξί χέρι όπως μπαίναμε, σκούρα, καφετιά, βαριά, καρυδένια πόρτα, με αμμοβολισμένο γκρι τζάμι και προστατευτικό κάγκελο. Μια πόρτα επιβλητική και πάντα κλειδωμένη, που το καλοκαίρι, το ένα τζάμι έμενε ανοιχτό, για να κάνει ρεύμα και να δροσίζει το σπίτι. Εκεί, σ’ αυτήν τη σάλα, η γιαγιά είχε μια μεγάλη σιφονιέρα, σε πράσινο γλυκό χρώμα, με βιτρίνα για τα σερβίτσια της γιαγιάς. Τα κάτω συρτάρια και ντουλάπια κλείδωναν και εκεί φυλάσσονταν άλλα σκεύη και η βυσσινή γυάλινη σοκολατιέρα, γεμάτη με σοκολατάκια μαργαρίτες από κουβερτούρα. Πάντα δοκίμαζα αν κάποιο συρτάρι ξεχνιόταν ανοιχτό, το έβγαζα με προσοχή, έχωνα το χέρι από το άνοιγμα στην σοκολατιέρα, για ένα πολύτιμο σοκολατάκι. Τέτοια σοκολατάκια κερνώ ακόμα στη γιορτή μου και τέτοια ψάχνω να βρω, για να τα πάω δώρο, γιατί τα θεωρώ σπουδαία, ιδιαίτερα, σοκολατάκια με μια ιστορία…

Το σπίτι είχε και τέταρτο δωμάτιο, δίπλα στη σάλα. Ένα δωμάτιο στοιχειωμένο, θεόκλειστο, με δυο ντουλάπες ερμητικά κλεισμένες, που όταν άνοιγαν, μύριζαν ναφθαλίνη. Κολλημένο στον τοίχο ήταν το κρεβάτι της θείας μου, της μόνης από τις αδελφές της μάνας μου που δεν παντρεύτηκε και έμενε με τον παππού και τη γιαγιά μου. Στο δωμάτιο αυτό στοίβαζε ρούχα και προικιά για τη μεγάλη ώρα, που όμως αργούσε πολύ. Εν τω μεταξύ, η αναμονή έγινε εμμονή και η εμμονή άλλαξε κέντρο και από συλλέκτρια προίκας, έγινε ρακοσυλλέκτρια. Κάτω από το κρεβάτι της μπορούσες να βρεις κεριά, παπούτσια, παντόφλες. Πράγματα άχρηστα, που τα πετούσαμε στα σκουπίδια, τα βρίσκαμε κάποια φορά σε κάποια σακούλα της θείας μας, που μας φρόντιζε όσο μέναμε στη γιαγιά, χωρίς λόγια. Δούλευε σκληρά στα καπνά, ξύπναγε αχάραγα. Έπλενε και έκανε καινούρια τα ρούχα μας, καθάριζε το σπίτι και μας ξεσυνεριζόταν τόσο γλυκά. Ήταν αδελφή της μάνας μας πραγματική και έμελλε να πεθάνει πρώτη, χωρίς να μας έχει δίπλα της, εμάς που πολύ μας αγάπησε, πιο πολύ από όλα της τα ανίψια και ιδιαίτερα την αδελφή μου, που την είχε βαφτιστήρα. Τα δώρα που πήρε η αδελφή μου από τη θεία Ελένη κανένα παιδί δεν πήρε από τη νουνά του. Γι’ αυτό και εύχομαι να είναι ελαφρύ το χώμα που την σκεπάζει, γιατί πολύ μας αγάπησε, αλλά από την ζωή δεν πήρε τίποτα.

Το σπίτι αυτό της γιαγιάς μου ήταν γεμάτο γωνιές. Στο πλυσταριό, στην αποθήκη, στο κάτω σπίτι, πάντα έβρισκα ενδιαφέροντα πράγματα να περιεργαστώ τις ατέλειωτες ώρες του καλοκαιριού. Τίποτε σε αυτό το σπίτι δεν ήταν αφημένο. Μέχρι και η τουαλέτα η τούρκικη, που ήταν στο τέλος της αυλής, άστραφτε.

Ένιωθα να ανήκω σε αυτό το σπίτι. Κανένα άλλο σπίτι δεν είχε γίνει για μένα σπίτι αναφοράς κατά την παιδική μου ηλικία. Τα θυμάμαι τα σπίτια που έζησα με τους γονείς μου, αλλά δεν τα νοσταλγώ. Στην Χαλκίδα μέναμε σε ένα σπίτι που το μπαλκόνι του έβλεπε σε κήπο με λεμονιές. Οι μυρωδιές των ανθισμένων αυτών δέντρων δεν περιγράφονται ούτε και η ομορφιά του άνθους τους. Όμως αυτό και μόνο θυμάμαι, σαν περαστική από εκεί. Στο Λιτόχωρο πάλι, το σπίτι είχε όλα τα καλά. Μεγάλο, όμορφη σάλα, μπαλκόνι γύρω γύρω και σκεπαστή, φύλακα τον Όλυμπο. Αυτό το σπίτι, κάτι κουνάει –για λίγο– μέσα μου. Αλλά το σπίτι της γιαγιάς, θα μπορούσα να το βάλω στα εικονίσματά μου, κοντά στον Άγιο Βασίλειο, τον άγιο της Καππαδοκίας, που έφερε τον παππού μου και την γιαγιά μου ζωντανούς από τα άγια εκείνα χώματα.

Όλη η γειτονιά ήταν γειτονιά προσφύγων και αρμάθιαζε καπνό το καλοκαίρι. Η ποντιακή μιλιόταν από τις μεγάλες γυναίκες όπως και η τουρκική. Αυτός ήταν ο κόσμος μας και δεν διανοηθήκαμε ποτέ ότι μπορεί να σβήσει, να αλλάξει, να κινδυνεύσει. Αν το είχαμε υποπτευθεί, θα μαθαίναμε τουλάχιστον τη γλώσσα των παππούδων μας, έτσι σαν μια συνέχεια ενός αόρατου νήματος με αυτό που λέγετε ρίζα, δηλαδή από εκεί που παίρνουμε νερό ζωής.

Η ζωή τα ’φερε έτσι που το σπίτι αυτό ξέπεσε. Αφότου η γιαγιά και ο παππούς είχαν πεθάνει, η θεία Ελένη χειροτέρευσε με την ήπια τρέλα της και δεν μπορούσε να το συντηρήσει. Όταν πέθανε κι εκείνη, μάθαμε πως στην ανημποριά της δέχτηκε την βοήθεια μιας άλλης θειας μας με αντάλλαγμα το σπίτι. Ήμασταν πολύ μακριά για να επέμβουμε. Η θεία εμάς χρειαζόταν και εμείς μόνο θα την φροντίζαμε σωστά, χωρίς λόγια, όπως μας είχε και αυτή φροντίσει. Αλλά εμείς, από χρόνια, γερνούσαμε αλλού κι αλλού μας πήγαινε ο δρόμος μας. Δεν ήταν μπορετό να γεράσουμε όπου αγαπήσαμε, όπου η γη είχε την αγκαλιά της για μας. Σε άλλα σπίτια βάλαμε το μαξιλάρι μας και το πήραμε απόφαση, μόνοι θα είμαστε στις γιορτές μας και τους πεθαμένους μας θα τους κλαίμε χωρίς στερνό χαιρετισμό.

Έτσι και το Σπίτι της γιαγιάς, πέθανε στα χέρια αυτών που το αγάπησαν λιγότερο και γρήγορα γρήγορα το έκαναν πολυκατοικία. Δεν πρόλαβα να πάρω την πράσινη σιφονιέρα, που για χατίρι της έκανα στο ίδιο χρώμα την κουζίνα του σπιτιού που έχτισα εδώ στα ξένα. Μα σαν γκρεμίστηκε το Σπίτι του παππού, τα ξένα έγιναν πια τόπος. Ήταν ο τόπος των παιδιών μου, που δεν ήξεραν άλλο τόπο. Όλος ο σάλος της γειτονιάς των Ποντίων, των δρόμων με τα τελάρα του καπνού που στέγνωνε, ο ήχος της ποντιακής περνά σαν ρεύμα μέσα μου και νιώθω μια φουρτούνα που δεν την ελέγχω, γιατί δεν μπορώ να την μοιραστώ.

Χθες έψαχνα στο Google earth τους δρόμους της γειτονιάς της γιαγιάς μου. Βρήκα την οδό Εφέσου, κάθετη στην οδό Πριγκίπων, την οδό Τραπεζούντος –από κει πήγαινα στα μνήματα– η Πριγκίπων πουθενά. Τηλεφώνησα στην μεγάλη μου θεία και ρώτησα.

«Σεφέρη λέγεται πια. Την άλλαξαν», μου είπε.

Έφερα στον νου μου τα νεόκοπα κωμικά ανθρωπάκια που δεν ξέρουν τίποτε άλλο να κάνουν για την πόλη τους– όταν εκλεγούν δημοτικοί σύμβουλοι– παρά να αλλάζουν τα ονόματα των δρόμων και τα χαστούκισα. «Γιατί;» τους είπα, «γιατί μου πήρατε για άλλη μια φορά με βέβηλα χέρια, το Σπίτι μου, την ιδέα του Σπιτιού μου; Τα ονόματα είναι μνήμες, είναι λόγος, είναι μέρος της ζωή μας. Ποιος, λέω, ποιος δικαιούται να μας τα πάρει; Θέλω πίσω τον δρόμο μου, σαν κόκκινο χαλί, μπροστά στο Σπίτι της γιαγιάς μου, να γκουγκλάρω και να βλέπω μια κουκίδα στην οδό Πριγκίπων. Αυτή η κουκίδα με ηρεμεί. Καλύτερα από το να βλέπω το έκτρωμα που έκαναν τα ξαδέλφια μου. Η κουκίδα μου αφήνει το περιθώριο της επαναφοράς, και όσο μακριά και να βρίσκομαι, το έχω ανάγκη».

Βιογραφικό συγγραφέα

Η Ευαγγελία Σεραφείμ είναι Διδάκτωρ Επιστημών της Αγωγής. Εργάζεται ως Σχολική Σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην Αλεξανδρούπολη. Έχει ασχοληθεί με την εκπαιδευτική πραγματικότητα στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και στον χώρο της μειονοτικής εκπαίδευσης στη Θράκη, σε μια σειρά από ερευνητικά προγράμματα. Επίσης, έχει μελετήσει τον βίο και το έργο του ιατροφιλοσόφου Νικολάου Β. Φαρδύ του Σαμόθρακος.

Είναι λάτρης της λογοτεχνίας και κάθε μορφής τέχνης. Όσο εργαζόταν ως δασκάλα, επένδυε στην προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων και την πολλαπλή επίδρασή τους στο σχολικό κλίμα. Αγαπημένοι της συγγραφείς είναι ο Παπαδιαμάντης και ο Τσίρκας, ενώ από τους ποιητές μας ξεχωριστά αγαπά τον Καβάφη και τον Ελύτη. Αγαπημένος της συνθέτης είναι ο Χατζηδάκης, του οποίου ο λόγος είναι επίσης γοητευτικός. Έχει συνεργαστεί με τα βιβλιοπωλεία της πόλης της στην παρουσίαση βιβλίων μεγάλων συγγραφέων μας, όπως η Άλκη Ζέη, ο Ισίδωρος Ζουργός και η Ελένη Πριοβόλου. Με την συγγραφή ασχολείται από το λύκειο, γράφοντας αρχικά ποιήματα.


Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης