Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Τα χιόνινα σπαθιά

Μαρία Κουρλή

2o Βραβείο στην Κατηγορία ενηλίκων του έτους 2016

Ο Χριστόφορος Οδοιπόρος ανέβαινε με θόρυβο τον χιονισμένο βουνίσιο δρόμο που ήταν γεμάτος στροφές, θαρρείς και ακολουθούσε την πορεία φιδιού σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ακουμπήσει τα σύννεφα. Ο Αντρέας, με όλες του τις αισθήσεις να δουλεύουν μέσα του στο φουλ, έσφιγγε το τιμόνι με τόση δύναμη που τα χέρια του έδειχναν λευκά. Δυο φορές τού γλίστρησε ο Χριστόφορος από τον δρόμο για κλάσματα δευτερολέπτου, αλλά δεν ήθελε και παραπάνω για να γίνει το κακό. Και δεν ήταν πως φοβόταν πια και τόσο για τη ζωή του, αλλά σκεφτόταν τα δυο μικρά αγόρια του και την Μαριάννα.

Στιγμές σαν αστραπή περνούσε η σκέψη απ’ το μυαλό του πως έκανε λάθος, μα την έδιωχνε με ένα κούνημα του κεφαλιού. Το καταπράσινο τοπίο με τις απόκρημνες πλαγιές και ο πεντακάθαρος ηπειρώτης ουρανός τού έδιναν ξανά πίστη στην απόφασή του. Το παγωμένο χιόνι στον δρόμο ήταν και αυτό ένα από εκείνα τα θαμμένα στη μνήμη του, που τον έδεναν με αυτόν τον τόπο, τον πατρογονικό του. Το λευκό πάνω στο πράσινο του έλατου στις πλαγιές και ο χιονισμένος δρόμος, που ανέβαινε σαν περήφανο άτι σε καλπασμό, να ξεπεράσει το γαλάζιο του ουρανού, ίσως με σκοπό να συναντήσει τον Δημιουργό του.

Περνούσε το ένα χωριό μετά το άλλο ανασύροντας από τη μνήμη του τα ονόματά τους: Μονοδένδρι, Ελαφότοπος, Αρίστη, Βίκος, Πάπινγκο, Κλειδωνιά, αγαπημένη, πολυαγαπημένη Κλειδωνιά! Έστριψε αριστερά σε έναν χωματόδρομο μετά την πινακίδα που καλωσόριζε τους τουρίστες και άκουσε τον Χριστόφορο να μουγκρίζει με περισσότερη ένταση, νιώθοντας όλα τα εκατόν ογδόντα άλογά του να ασθμαίνουν, να γυρεύουν κατάκοπα πια να φτάσουν στον προορισμό τους, να ξεκουραστούν.

Ξαφνικά η καρδιά του ανασκίρτησε. Λίγα μέτρα έξω από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου το πατρικό του δέσποζε στο χιονισμένο τοπίο. Ήταν ένα παλιό τριώροφο αρχοντικό που είχε φιλοξενήσει στα σπλάχνα του πολλές γενιές της πατρικής του οικογένειας. Τώρα αυτός και ο αδερφός του είχαν μείνει οι μόνοι κληρονόμοι. Παρατήρησε πως η θεία Λένη είχε κάνει θαύματα από την ημέρα που της τηλεφώνησε. Ο δρόμος ήταν καθαρισμένος από το χιόνι, τα παντζούρια του κάτω ορόφου ήταν ανοιχτά και μέσα από το παράθυρο της σάλας έβλεπε τις σπινθηροβόλες λάμψεις του αναμμένου τζακιού.

«Η εστία του σπιτιού είναι αναμμένη, η καρδιά του σπιτιού χτυπάει ξανά μετά από τόσα χρόνια», δάκρυα ξεπρόβαλαν στα μάτια του με αυτήν τη σκέψη. Είχε κοντά δέκα χρόνια να έρθει εδώ, από εκείνη την ημέρα που κήδεψαν τη μάνα του. Όσο και να τον έπαιρνε τηλέφωνο η θεία Λένη και να τον παρακαλούσε να ’ρθει να ανοίξει το σπίτι, αυτός ήταν ανένδοτος, δεν μπορούσε, δεν είχε πια κανέναν να τον περιμένει. Πώς να μπει στο σπίτι χωρίς να τον περιμένει η μάνα πάνω στην πόρτα;

Βγήκε από τον Χριστόφορο και άναψε τσιγάρο. Ακούμπησε την πλάτη του στον ξύλινο φράχτη και έμεινε εκεί, να κοιτάει το σπίτι βουβός και σαστισμένος, αμήχανος. Σαν να βρισκόταν μπροστά σε άνθρωπο ζωντανό, που συναντούσε μετά από χρόνια και σαν να έπρεπε τώρα να του δικαιολογήσει την πολυετή απουσία του.

«Συγχώρα με, μα δεν μπορούσα», ψιθύρισε χαμηλώνοντας τα μάτια του από ντροπή. Έμεινε εκεί για ώρα κοιτώντας τον περήφανο όγκο του σπιτιού, ζυγίζοντας στον νου του τις κινήσεις του και τα συναισθήματα που του ξυπνούσαν. Η αίσθηση όμως από τα ξυλιασμένα του πέλματα, που ήδη ρουφούσαν την παγωμένη υγρασία, τον βοήθησε να πάρει την μεγάλη απόφαση, να κινηθεί προς την πόρτα και να την ανοίξει.

Η ζέστη του εσωτερικού τον τύλιξε ευχάριστα και η γνωστή μυρωδιά του ξύλου και του καθαρού αέρα που έμπαινε στο σπίτι από κάθε ελάχιστο πόρο. Αυτή η τόσο οικεία μυρωδιά του σπιτιού του. Κινήθηκε προς την κουζίνα, που ήταν καθαρή ακριβώς όπως όταν ζούσε ακόμη η μάνα και για μια στιγμή την βρήκε στον χτιστό πάγκο νέα, με το τσεμπέρι στα μαλλιά να μαγειρεύει, να τον κοιτάει ίσια μέσα στα μάτια με θυμό και να του λέει:

«Τι κάνατε πάλι, βρε;»

Ποτέ δεν σταμάτησαν να την βασανίζουν με τη ζωηράδα και τις σκανδαλιές τους ο Αντρέας και ο μικρότερος αδερφός του, ο Γρηγόρης, μέχρι την ημέρα που έφυγαν για να σπουδάσουν. Και εκείνη τους χειμώνες, χωρίς τον άντρα της δίπλα, την έπιανε μια δύσμορφη απελπισία και πάντα η μουρμούρα της κατέληγε με μία φράση:

«Στη λίμνη θα πάω να πέσω να πνιγώ, σαν την κυρα-Φροσύνη».

Η φράση αυτή του φάνηκε ξαφνικά να κάνει ηχώ, να χτυπάει στους πέτρινους τοίχους και να επιστρέφει πάνω του. Αναπήδησε ξαφνιασμένος και γύρισε το κεφάλι του αριστερά και δεξιά. Κανείς, οι σκέψεις του μονάχα!

Τον χειμώνα ο πατέρας του κατέβαινε να δουλέψει στα Ιωάννινα σε ένα βυρσοδεψείο. Κατέβαινε με το παλιό αυτοκίνητο ενός γείτονα και ολόκληρο τον χειμώνα ζήτημα να ανέβαιναν δυο τρεις φορές στο χωριό. Οι χιονοπτώσεις ήταν συχνές και βαριές και ο δρόμος επικίνδυνος. Από τη στιγμή που η μάνα του αισθανόταν μια μικρή ψύχρα στο σώμα τα απογεύματα του Σεπτέμβρη, την έπιανε μελαγχολία, ήπια στην αρχή, μα όσο περνούσαν οι μέρες όλο και πιο σφοδρή και, όταν πια έφτανε ο Οκτώβρης και ο πατέρας του ετοίμαζε τα πράγματά του, δεν μπορούσε άλλο να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

Ξαφνικά, σαν να άκουσε την κουνιστή ξύλινη καρέκλα να τρίζει μπροστά στο τζάκι και να κουνιέται, η γριά Κατούδα, η γιαγιά του με τη μαύρη ρόμπα και το μαύρο τσεμπέρι, ακούμπησε το πλεχτό της στα γόνατά της και τον κοίταξε:

«Ξεκίνησαν οι σταγόνες του χειμώνα».

Κούνησε το κεφάλι του και η γιαγιά έσβησε σαν σκιά. Έτσι αποκαλούσε η μάνα του πατέρα του τα δάκρυα της νύφης της. Σαν ήταν εκείνος δίπλα της, άνθιζε το χαμόγελο και το τραγούδι στα χείλη της και σαν έφευγε, μια σκιά ερχόταν να θρονιαστεί για μήνες στα μάτια, ένας φόβος συντροφιά με την ίδια φράση:

«Στη λίμνη θα πάω να πέσω να πνιγώ, σαν την κυρα-Φροσύνη».

Η κουνιστή καρέκλα τρίζει ξανά και η γιαγιά Κατούδα γέρνει το κεφάλι στο πλάι και του χαμογελά. Εκάτη την είχανε βαφτίσει κι ο Ανδρέας νόμιζε μικρός πως της έδωσαν αυτό το όνομα, γιατί από μωρό ήταν σαν εκατόχρονη σοφή, εκείνη όμως έλεγε πως έτσι λεγόταν μια αρχαία Θεά. Τον μπέρδευε τότε αυτό τον Αντρέα, δεν ήξερε πως με τους χρόνους οι Θεοί γεννιούνται και πεθαίνουν, πως αλλάζουν στις κοινωνίες των ανθρώπων.

Μια λάμψη έξω από το παράθυρο τον έκανε να πλησιάσει. Σε κλάσματα δευτερολέπτου ο πατέρας πέρασε με το τσαπί στον ώμο τραγουδώντας «άσ’ τα τα μαλλάκια σου ανακατεμένα, άσ’ τα να ανεμίζουνε στην τρελή νοτιά». Κάθε απόγευμα γύριζε απ’ το χωράφι με το τραγούδι στα χείλη για τη μάνα κι εκείνη, μόλις τον άκουγε, κρυφογελούσε.

«Άνθρωπος που αγαπά τη γη, δεν θα του λείψει ποτέ το τραγούδι απ’ τα χείλη», η γριά Κατούδα εξακολουθεί να τον κοιτάει απ’ την κουνιστή καρέκλα.

«Γιαγιάκα μου! Σοφή γιαγιά Εκάτη!»

Τα βράδια μπροστά στο τζάκι τούς έλεγε αλλόκοτα παραμύθια με πλάσματα της φαντασίας της και με διδάγματα πολλά. Και πάντα τους χειμώνες δίπλα στα παιδιά τραβούσε και η μάνα ένα ξύλινο σκαμνί κι άμα ξεχνιόταν έγερνε το κεφάλι της στην μαύρη ποδιά της γριάς και εκείνη της χάιδευε τα μαλλιά. «Μάνα» πάντα τη φώναζε και εκείνη έλεγε πως είχε πιότερο ανάγκη τα παραμύθια, γιατί η καρδιά της ήταν πιο παιδική και απ’ τα ίδια της τα παιδιά. Και όταν η γιαγιά σηκωνόταν από την καρέκλα –νύχτα πια– να πάει στην κάμαρή της, ο Ανδρέας νόμιζε πως ήταν τρία μέτρα ψηλή και πως το κεφάλι της ακουμπούσε το ταβάνι. Μετά έτριβε τα μάτια του με δύναμη και την ξανακοιτούσε και τότε πάλι καταλάβαινε πως δεν μπορούσε να ξεχωρίσει πού τελειώνουν οι ίσκιοι του σπιτιού και πού ξεκινούσε το παράστημά της.

Βγήκε από τη σάλα και πήρε γραμμή για το παλιό του δωμάτιο, εκείνο που μοιραζόταν με τον Γρηγόρη. Δυο σιδερένια κρεβάτια και δυο μπαούλα για τα ρούχα ήταν όλη του η επίπλωση και στη μέση ένα παλιό μαγκάλι. Στον τοίχο τα υφαντά της μάνας φτιαγμένα στον αργαλειό, που τα έβαζε για να μην ακουμπούν τις κρύες πέτρες του τοίχου.

Ξάπλωσε με τα ρούχα και τα παπούτσια στο παλιό του κρεβάτι και περίμενε τον τελευταίο επισκέπτη της φαντασίας του. Ο Γρηγόρης μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο με τις φθαρμένες του πιτζάμες και με την μεγάλη πλεκτή ζακέτα που έφτανε ως τα γόνατά του. Σκαρφάλωσε στο περβάζι του παραθύρου και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα γεμίζοντας χαρούμενο φως.

«Αντρέα, ξύπνα, ξύπνα! Σήκω, έξω είναι γεμάτο χιόνινα σπαθιά!»

Πετάγεται πάνω με μια κίνηση και τρέχει στο παράθυρο. Κοιτάζει τη στέγη της αποθήκης και τις μετώπες του σπιτιού που ’χουν γεμίσει σταλακτίτες. Γυρνάει στο πλάι το κεφάλι και λέει του φανταστικού Γρηγόρη:

«Να με συγχωράς, αδερφέ, αλλά αυτά δεν είναι πια για μας. Αύριο ο Θαλής και ο Νικόλας θα παίζουν με τα χιόνινα σπαθιά και θα ξεφωνίζουν χαρούμενοι, όπως κάποτε και εμείς. Ένα ένα θα τους τα μαζέψω όλα, μονάχα να θυμηθεί η Μαριάννα να τους αγοράσει τα πέτσινα γάντια που της παρήγγειλα, γιατί αν τα δικά τους χέρια παγώσουν, ποιος έμεινε πια να τους φωνάξει: Στη λίμνη μέσα θα πέσω να πνιγώ σαν την κυρα-Φροσύνη;»

Την επομένη θα ερχόταν η Μαριάννα με τα αγόρια, θα παρέδιδε τα κλειδιά του παλιού διαμερίσματος στον ιδιοκτήτη και θα ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο για να συναντήσει τον άντρα της στη νέα τους ζωή. Το φορτηγό με τα έπιπλά τους θα έφτανε από λεπτό προς λεπτό.

Όταν ο Αντρέας άκουσε το νέο της απόλυσής του, παρατήρησε έκπληκτος πως δεν πανικοβλήθηκε –άλλωστε το περίμενε από καιρό– αντίθετα ένιωσε μια βαθιά ανακούφιση. Με όλη την οικονομική αναταραχή της χώρας, συχνά σκεφτόταν πως κάτι στην πορεία της ζωής τους δεν το είχαν σχεδιάσει καλά. Κάπου έκαναν λάθος, χωρίς να μπορεί να πει ξεκάθαρα πού. Μα σαν σκεφτόταν τη ζωή τους και την πορεία τους μέσα στα χρόνια, κάτι δεν του κολλούσε.

Εκείνη την ίδια μέρα της απόλυσης είχε ήδη πάρει την απόφασή του και τα σύννεφα που διάβασε στα μάτια της Μαριάννας, όταν της μίλησε, τον έκαναν ακόμη περισσότερο να πιστέψει το πόσο σοβαρά τα εννοούσε. Η Μαριάννα τον ήξερε από την καλή και από την ανάποδή του και ο φόβος μέσα στα μάτια της προερχόταν από την γνώση της πως ο Αντρέας ήταν σίγουρος και πως η ίδια δεν μπορούσε τίποτα άλλο να κάνει παρά να συμφωνήσει, αφού δεν είχε τίποτα να προτείνει. Τι άλλο να προτείνει, όταν εδώ και καιρό ένιωθε να αιωρείται πάνω από ένα κενό σκοτεινό και άπατο;

«Το σκέφτηκες καλά», είπε μόνο, μα στην φωνή της δεν υπήρχαν ερωτηματικά, μονάχα ένας ψιθυριστός τόνος καταφατικός.

«Μαριάννα, κοντεύω τα πενήντα, από τα δεκαοκτώ χαράζω βήμα βήμα πρώτα τις σπουδές και μετά την καριέρα μου. Ποτέ δεν φαντάστηκα πως σήμερα θα έφτανα εδώ. Έμπειρος αρχιτέκτων, λαμπρός επιστήμων, άνεργος! Κι εσύ λαμπρή δικηγόρος δίχως δουλειά, με τα θελήματα και τους βερεσέδες να κρατάς αντί για γραφείο μπακάλικο! Φτάνει, Μαριάννα, ο δρόμος αυτός είναι αδιέξοδος, δεν έχει παρακάτω.

Για να μη λείψει τίποτα απ’ τα δικά μας παιδιά, παντρευτήκαμε στα σαράντα. Φτάσαμε μεσήλικες με δυο μικρά αγόρια, να τα μεγαλώνουμε μέσα σε ένα χρυσό κλουβάκι. Τους έχουμε πνίξει με παιχνίδια που δεν έχουν παίξει ποτέ. Τα παιδιά μας, Μαριάννα, δεν παίζουν και δεν μας τρελαίνουν με γέλια και φωνές.

Ο Γρηγόρης και εγώ δεν είχαμε ποτέ παιχνίδια, μα παίζαμε όλη μέρα στον δρόμο και στα χωράφια. Κάναμε τις κουκουνάρες μπάλες για ποδόσφαιρο και τον χειμώνα ο πάγος που κρεμόταν απ’ τη στέγη γινόταν τα σπαθιά μας. Κάθε φορά που χιόνιζε, με λαχτάρα κοιτούσαμε τις σκεπές να φέρουν σταλακτίτες. Χιόνινα σπαθιά τα λέγαμε».

«Και τι θα κάνουμε στη Κλειδωνιά;»

«Θα αναμορφώσω το παλιό αρχοντικό, θα το κάνω ξενώνα, να έρχεται ο κόσμος και να γνωρίζει τη φύση μας, να πατάει στη γη μας, στο χώμα. Θα φυτέψω και τα χωράφια του πατέρα, μη με ρωτάς με τι, δεν ξέρω ακόμα, μα ξέρω πως αυτό τώρα πια πρέπει να κάνω. Μέσα στο μυαλό μου, Μαριάννα, αντηχούν εδώ και καιρό τα λόγια μιας εκατόχρονης σοφής: “Άνθρωπος που αγαπά τη γη δε θα του λείψει ποτέ το τραγούδι απ’ τα χείλη” κι εγώ, Μαριάννα, έχω τόσο μα τόσο πολύ καιρό να τραγουδήσω!»

Βιογραφικό συγγραφέα

Η Μαρία Κουρλή γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Ψυχολογία και συνέχισε τις σπουδές της στην Ελληνική Εταιρεία Έρευνας της Συμπεριφοράς, όπου ειδικεύτηκε στη γνωστική- συμπεριφορική ψυχοθεραπεία. Η αγάπη για τη γραπτή έκφραση των σκέψεων και των ιδεών της την συνοδεύει από τα πρώτα εφηβικά της χρόνια, κατά τα οποία προσπάθησε να αποδώσει τις εφηβικές της ανησυχίες με λόγο ποιητικό.

Ως ενήλικας αποπειράθηκε να γράψει σε λόγο πεζό και τότε το πρώτο της διήγημα «Μπαλκονάκι στο Αιγαίο» κέρδισε το πρώτο βραβείο στον Ηλεκτρονικό Διαγωνισμό Διηγήματος της Εθελοντικής Ομάδας Δράσης ν. Πιερίας. Ακολούθησε η διάκριση του μυθιστορήματός της «Σαν μόνιμο δάκρυ», το οποίο κέρδισε το δεύτερο βραβείο στον τριακοστό τρίτο διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, ενώ η νουβέλα της «Ήλιος Απόμακρος» κέρδισε το πρώτο βραβείο στον τριακοστό τέταρτο διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Σήμερα η Μαρία Κουρλή ζει και εργάζεται ως ψυχολόγος - ψυχοθεραπεύτρια στην γενέτειρά της.



Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης