Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Ο γκρι σκούφος

Γιάννης Τσαπουρνιώτης

1o Βραβείο στην Κατηγορία ενηλίκων του έτους 2016

Ο εκνευριστικός ήχος από το ξυπνητήρι διέκοψε βίαια ένα γλυκό όνειρο που σπάνια συνόδευε τον ύπνο μου τα τελευταία χρόνια. Για μια ακόμη φορά η αφύπνιση πρόλαβε το χάραμα.

Είχα ετοιμάσει αποβραδίς το πίσω μέρος του αυτοκινήτου όπως το ήθελε η Μάνα μου, όπως είχε συνηθίσει. Σεντονάκι, μαξιλάρι και μικρή κουβερτούλα. Δεν του έλειπε τίποτα. Έμοιαζε σαν μια μικρή κλίνη νοσοκομείου.

Το ραντεβού μας τη γνωστή, βάρβαρη ώρα. Στις τέσσερις τα ξημερώματα ξεκινούσαμε για την Θεσσαλονίκη. Έπρεπε να προλάβουμε να πάρουμε «καλό» νούμερο στη σειρά της αναμονής. Εκατόν πενήντα άτομα κάθε μέρα σε ένα μικρό σαλονάκι περίμεναν καρτερικά για τη χημειοθεραπεία τους.

Και η Μάνα μου εκεί, παρούσα. Ήταν παλιοσειρά πια. Γνώριζε καλά κάθε γωνιά του νοσοκομείου, που ήταν πλέον το δεύτερο σπίτι της. Δεν υπήρχε προϊσταμένη, γιατρός, νοσοκόμα, καθαρίστρια, υπάλληλος της σεκιούριτι και του κυλικείου, που να μην είχε ανταλλάξει μαζί του μια κουβέντα, έστω μια καλημέρα. Όλοι είχαν εγκατασταθεί στη συνείδησή της σαν μια ξεχωριστή οικογένεια.

«Μάνα, πάω για καφεδάκι. Τι να σου φέρω να φας;»

«Το τοστ μόνο με κασέρι και πες στον Παναγιώτη να το ξεροψήσει λίγο, όπως πάντα».

Το αγαπημένο της τοστ συνόδευε κάθε επίσκεψή μας στην κλινική. Ήταν κι αυτό αναπόσπαστο κομμάτι μιας χρονοβόρας δοκιμασίας.

«Τι νούμερο έχουμε σήμερα;»

«Το έξι έχουμε, Μάνα, το έξι. Ίσως τελειώσουμε νωρίτερα σήμερα, κάνε υπομονή».

Υπομονή. Μια λέξη με πολυετή διάρκεια. Απίστευτη υπομονή έκανε αυτή η γυναίκα.

Καθώς μασουλούσε, σταμάτησε απότομα.

«Να μου πάρεις έναν σκούφο, δεν την αντέχω άλλο αυτή τη φαγούρα της περούκας».

Εξέφραζε την επιθυμία της με ένα αναστενάρικο παράπονο.

«Αν θέλεις, πουλάνε και όμορφες μαντίλες, ειδικές και μοντέρνες».

«Δεν θέλω εγώ ειδικά και μοντέρνα. Σκούφο να μου αγοράσεις, σε παρακαλώ!»

«Ό,τι λαχταράς εσύ. Να, τώρα, αν θέλεις, κατεβαίνω και θα διαλέξω έναν εδώ απέναντι στο πολυκατάστημα. Θα με περιμένεις;»

«Θα σε περιμένω. Έναν απλό να μου πάρεις, χωρίς σχέδια και χρώματα. Απλό και φτηνό. Καταξοδεύτηκες μ’ εμένανε. Φτηνός να είναι! Μ’ ακούς;»

«Μη στεναχωριέσαι, τον φτηνότερο και καλύτερο θα σου πάρω».

Όταν επέστρεψα, είχαν κάνει γύρω της έναν κύκλο τρεις καινούργιες που την άκουγαν σαν δασκάλα τους. Κρέμονταν από τα χείλη της να μάθουν τι και πώς. Κι αυτή αναλυτικά και υπομονετικά τις ερμήνευε τα σχετικά με τις θεραπείες, τις ενθάρρυνε, τις έκανε φιλενάδες στο λεπτό.

«Ορίστε ο σκούφος που παρήγγειλες».

«Σε ευχαριστώ, γιε μου. Γκρι είναι;» Τον αρπάζει με λαχτάρα και τον κλειδώνει με πάθος στο κεφάλι της.

«Σου αρέσει; Πώς είμαι;»

«Αστέρι είσαι, σωστό μανεκέν!»

Χωρίς μια δόση χιούμορ, χωρίς πειράγματα, χωρίς την ανάλογη στήριξη και βοήθεια δεν θα άντεχε τέτοια πίεση.

Μα να, άναψε και το έξι στον φωτεινό πίνακα.

«Ήρθε η σειρά μας, Μάνα, πάμε σιγά-σιγά».

Πέντε μπουκάλες με φάρμακο λαχταρούσαν να διεισδύσουν στην φλέβα της, αργά, βασανιστικά.

«Εδώ πάλι, κούκλα;» την πείραξε χαριτολογώντας η νοσοκόμα.

«Εδώ, κορίτσι μου, εδώ. Έχεις ελαφρύ χέρι εσύ, το ξέρω. Με φέρνεις βόλτα με ένα μόνο τσίμπημα. Σε ευχαριστώ!»

«Δεν θέλεις να βγάλεις τον σκούφο τώρα;»

«Όχι, όχι, ζεστάθηκε το κεφαλάκι μου».

Σα να ένιωθε μια ασφάλεια με αυτόν τον σκούφο. Από την πρώτη στιγμή έγινε ένα μαζί του.

Μετά από καμιά ώρα ξεκίνησε το μαρτύριο.

«Άρχισα να ιδρώνω, να φουντώνω… Δεν το σταματάμε για λίγο;»

Είχε αλλάξει όψη. Τα μάγουλά της ροδοκοκκίνισαν σαν παπαρούνα. Πόσα τρυπήματα να αντέξουν ακόμη αυτά τα χέρια; Πόσα φάρμακα να δεχτεί μια επιβαρυμένη ανθρώπινη σάρκα;

Ήταν μια συχνή κρίση κατά την διάρκεια της θεραπείας. Σαν να πήγαινε μια βόλτα στον άλλο κόσμο και να γύριζε.

«Να ξαναρχίσουμε; Αισθάνεστε καλύτερα;»

Κοντανασαίνοντας και παίρνοντας κουράγιο, δίνει την εντολή.

«Ξεκινάμε. Άντε, να τελειώνουμε!»

Ήταν η τελευταία και πιο ζόρικη θεραπεία αυτή. Πέντε ώρες να κυλούν οι σταγόνες. Άλλες τόσες στην αναμονή κι άλλες τρεις στο ταξίδι.

«Έρχεται ο γιατρός να σε δει και φεύγουμε».

Τον ανέμενε κάθε φορά σαν Μεσσία, σαν λυτρωτή.

«Τι κάνει το γλυκό μας κορίτσι;»

«Καλά, γιατρέ, εσείς;»

«Ραντεβού ξανά σε δυο μήνες. Θα φέρετε τις αιματολογικές και την αξονική. Άντε στο καλό, και… με γεια τον σκούφο».

«Ευχαριστώ, γιατρέ, σας ευχαριστώ όλους».

Αισθανόταν απελευθερωμένη πια, αισιόδοξη. Άντεξε τρεις εγχειρήσεις και εννιά θεραπείες. Ξεκινήσαμε την πρώτη με καροτσάκι και τώρα όρθια και καμαρωτή βαδίζει προς την έξοδο ως νικήτρια σε αγώνα.

«Τι καλά! Μετά από δυο μήνες πάλι».

«Όλα καλά, Μάνα, όλα καλά. Είδες που στα έλεγα;»

«Σε ευχαριστώ για όλα, γιε μου, κι εσένα και όλους».

Πέρασαν δέκα μέρες από τότε. Τα νέα δεν ήταν ευχάριστα. Εξελίχθηκαν όπως ακριβώς μου είχαν εκμυστηρευτεί οι γιατροί εξαρχής. «Αν αντέξει ο οργανισμός της τις θεραπείες, ίσως να…»

Δεν άντεξε. Ήθελε όμως να ζήσει όσο ποτέ άλλοτε. Λαχταρούσε να γευτεί τις χαρές που στερήθηκε όλα αυτά τα χρόνια εγκλωβισμένη σε περιορισμούς, σε απαγορεύσεις, σε ένα στενό μαρκάρισμα από πανάκριβες ενέσεις, από ακτινοβολίες και απανωτές επεμβάσεις. Ήταν άδικο μετά από τόση προσπάθεια, τόση καταπόνηση και αντοχή.

«Αυτήν τη φορά ο πόνος είναι διαφορετικός. Γιατί, μωρέ αγόρι μου;». Ήταν οι τελευταίες λέξεις που βγήκαν από τα χείλη της λίγο πριν από τον τελευταίο υπέρηχο.

Δεν είχα πλέον δάκρυα. Είχα στεγνώσει εδώ και μήνες. Ένας πόνος βουβός με κυρίευε. Τι να την κάνω τώρα την παρηγοριά όλων όσοι αποφάσισαν αυτή τη στιγμή να με προσεγγίσουν. Στα δύσκολα τους είχα ανάγκη. Τώρα βολευόμουν στην μοναξιά μου.

Θα κόντευε μήνας από την ημέρα του αποχαιρετισμού. Πήγα στο πατρικό μου να σκαλίσω λίγο τα πράγματά της. Ήθελα να χαϊδέψω το παρελθόν μέσα από τα προσωπικά της αντικείμενα. Τα ρούχα της ήταν εκεί, τακτοποιημένα στη θέση τους. Τα ταγεράκια, οι φούστες, οι μπλούζες, τα φουλάρια, οι νυχτικιές αναζητούσαν τον ιδιοκτήτη. Λαχταρούσαν να φιλοξενήσουν ξανά μέσα τους τη Μάνα μου.

«Ω, Θεέ μου! Δεν το πιστεύω! Ο σκούφος, ο γκρι σκούφος!». Ήταν αραχτός στο δεύτερο συρτάρι. Όσο έκλαψα εκείνη τη στιγμή δεν είχα κλάψει όλο το χρονικό διάστημα του μαρτυρίου. Οι σπαραγμοί που έβγαιναν αυθόρμητα από μέσα μου ακούστηκαν σε όλη την γειτονιά.

Έβαλα τον σκούφο στο κεφάλι και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Σαν να την έβλεπα να με κοιτά και να καμαρώνει.

Μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα για τον κομμωτή μου.

«Σταμάτη, καθάρισε τα όλα με την μηχανή, κάνε με γουλί».

Με κοιτούσε με απορία.

«Είσαι σίγουρος;»

«Ποτέ δεν ήμουν περισσότερο. Γρήγορα σε παρακαλώ, γρήγορα!»

«Όπως επιθυμείς. Σε πέντε λεπτάκια θα είσαι έτοιμος».

Φόρεσα ξανά τον σκούφο και ξεκίνησα για τη Θεσσαλονίκη. Έφτασα στο νοσοκομείο σε χρόνο ρεκόρ. Δεν περίμενα καν το ασανσέρ. Άναψα πρώτα ένα κεράκι στο εκκλησάκι. Ανέβηκα έναν-έναν τους ορόφους κάνοντας μια ολιγόλεπτη στάση σε όλα τα δωμάτια, δίνοντας θάρρος στους ασθενείς. Αγκάλιασα τις νοσοκόμες, όποιον γιατρό έβρισκα μπροστά μου. Χαιρέτησα γνωστούς κι αγνώστους.

Ναι, είμαι και πάλι στους θαλάμους της χημειοθεραπείας. Στον όροφο των χιλιάδων αναμνήσεων και των ατελείωτων σκληρών στιγμών. Ο σκούφος με συνόδευε κι εγώ με περηφάνια έσφιγγα τα χέρια των καρκινοπαθών, δίνοντας συμπαράσταση, προσφέροντάς τους ένα χαμόγελο, κουράγιο κι ελπίδα.

«Είμαι ένας από εσάς. Όλα θα πάνε καλά. Να έχετε πίστη, δύναμη, υπομονή και αισιοδοξία».

Βιογραφικό συγγραφέα

Ο Γιάννης Τσαπουρνιώτης γεννήθηκε στη Γερμανία τον Δεκαπενταύγουστο του 1969 από Έλληνες μετανάστες με καταγωγή από τον Άγιο Δημήτριο Πιερίας. Αν και από μικρός λάτρευε την αθλητικογραφία, σπούδασε Θεολογία στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ απ’ όπου και αποφοίτησε το 1991. Εργάστηκε για δέκα έτη στον ιδιωτικό τομέα και ως ωρομίσθιος καθηγητής Θρησκευτικών στην Επαγγελματική Σχολή Βοηθών Νοσηλευτών του Γ.Ν. Κατερίνης.

Το 2001 με τον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ για τον θεσμό των Συνοριακών Φυλάκων προσελήφθη στην Ελληνική Αστυνομία, όπου και υπηρετεί έως σήμερα. Ασχολείται με την αρθρογραφία και τη συγγραφή διηγημάτων.

Το 2006 βραβεύτηκε σε πανελλήνιο διαγωνισμό αρθρογραφίας, που διοργάνωσε το δημοσιογραφικό τμήμα του ΙΕΚ Δομή. Είναι ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου Φίλων Ιστορίας Πιερικού και μέλος του ΣΦΚ Πιερικός.

Αγαπά το τρέξιμο και συμμετέχει σε λαϊκούς αγώνες δρόμου. Ζει στην Κατερίνη και είναι παντρεμένος με την Νηπιαγωγό Έλενα Οικονόμου, με την οποία έχουν αποκτήσει δυο παιδιά, την Ελευθερία 11 και τον Ηλία 8 ετών.


Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης