Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Το κορίτσι που ήθελε να γίνει παπάς

Γιώργος Λιόντας

1o Βραβείο στην Κατηγορία ενηλίκων του έτους 2016

Ήλιος με δόντια έξω, παγωνιά εδώ και μέρες αλλά βροχή ούτε ίχνος. Οδηγώ ανέμελος. Ο δρόμος για το χωριό κάτι παραπάνω από γνωστός, κάθε στροφή του μια αστραπή παιδικής ανάμνησης, κάθε βρύση μια διήγηση πότε ηρωική πότε αστεία, κάθε εκκλησάκι μια εικόνα γνώριμη σαν συγγενικό πρόσωπο. Ο Φώτης δίπλα μου έχει αναλάβει τις μουσικές επιλογές, δεν παραλείπει όμως να σχολιάζει φλύαρα το καθετί. Συχνά πυκνά επαναλαμβάνει, αυτοθαυμαζόμενος, μια φράση που είπε το πρωί και πρέπει να του άρεσε πολύ: «Επιστροφή στο Ντι Εν Έι μας». Ο Φώτης ο μπράτιμος, όπως τον λέει η γιαγιά. Κι εμένα έτσι με λέει. Τα μπρατίμια. Διονύσης και Φώτης. Δάμων και Φιντίας, όπως μας έλεγε ο παπα-Γιώργης, όταν ντυνόμασταν παπαδοπαίδια. Ο παπα-Γιώργης που δε μας μάλωνε ποτέ, ό,τι ζαβολιά και να κάναμε. Τον ρόλο αυτό τον είχε αναλάβει εργολαβικά η κόρη του, η Κατερίνα. Φίλη μας εγκάρδια, αλλά και αυστηρός κριτής σε όλα μας τα «παραστρατήματα», κορίτσι σοβαρό και υπέροχο, που δεν της κρατούσαμε ποτέ κακία κάθε φορά που μας εμπόδιζε να γίνουμε «άγρια νιάτα».

«Μόλις φτάσουμε θα συναντηθούμε με την Κατερίνα».

«Επάνω είναι η παπα-Κατίνα;»

Γύρισα και τον κοίταξα άγρια. Πήρε να χαμογελάει ψεύτικα και γούρλωσε τα μάτια του σαν κουτάβι. Ο βουβός μας διάλογος ήταν πολλές φορές πιο αποτελεσματικός από τον συμβατικό.

Η προσφώνηση παπα-Κατίνα, έρχεται από παλιά, απ’ τα παιδικά μας χρόνια. Πριν ακόμη αρχίσουμε να κάνουμε παρέα, πριν το σχολείο, κάποιος συγγενής, μάλλον ο νονός της, ρώτησε την Κατερίνα τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει. Το Κατερινάκι, επηρεασμένο ποιος ξέρει από τι, απάντησε με παιδική αφέλεια: «Να, όπως ο μπαμπάς, παπάς». Φυσικά η οικογενειακή ομήγυρη ξέσπασε σε γέλια. Δεν άργησε δε το αστείο να μεταλλαχθεί σε παρατσούκλι. Καλοκάγαθος ο παπα-Γιώργης χαμογελούσε κι αυτός πίσω απ’ τα μουστάκια του, καθώς δεν ήθελε να ενθαρρύνει το «ασεβές» αστείο, αλλά δεν του πήγαινε και να πάει κόντρα στα όμορφα χαμόγελα. Εξάλλου, είπαμε, ο παπα-Γιώργης δεν μάλωνε ποτέ! Αυτή ήταν αρμοδιότητα της Κατερίνας, της επονομαζόμενης παπα -Κατίνας. Το παρατσούκλι αυτό πότε ερχόταν και πότε έφευγε, δεν το ξεφορτώθηκε όμως ποτέ. Εμείς, ως φίλοι καρδιακοί, ψευτο-είχαμε το δικαίωμα να το χρησιμοποιούμε. Κάποιες φορές όμως ξέφευγε η κατάσταση. Όπως μια φορά σε μια εφηβική παρέα, που κάποια καλόπαιδα κάνανε κατάχρησή του και θα μας έβρισκε το πρωί να μοιράζουμε μπουνιές με τον Φώτη, αν δε μας τράβαγε απ’ τ’ αυτί η ίδια να μας μαζέψει.

Το ραντεβού μας ήταν στο παλιό Σχολείο. Παιδιά πολλά δεν είχε πια το ακριτικό μας χωριό κι έτσι το Σχολείο υπηρετούσε την μικρή του κοινωνία με άλλο τρόπο. Ήταν έδρα του Πολιτιστικού Συλλόγου. Αυτές δε τις μέρες, με τις προετοιμασίες για το ετήσιο πανηγύρι, θα ήταν πολύβουη κυψέλη δημιουργίας το όμορφο πέτρινο κτίριο. Κάθε χρόνο στα «Εισόδια» της Θεοτόκου γινόταν τρανό πανηγύρι στην εκκλησία του παλιού χωριού –λίγο πιο έξω από τον σημερινό οικισμό. Το παλιό χωριό είχε εγκαταλειφθεί λόγω κατολισθήσεων εδώ και τρεις αιώνες περίπου. Οι κάτοικοι συνέχιζαν όμως να ανεβαίνουν στην παλιά τοποθεσία κάθε Νοέμβρη και να γιορτάζουν.

Αυτό ήταν η αφορμή και της δικής μας ανάβασης. Από τότε που επιλέξαμε την πόλη για τόπο κατοικίας και εργασίας, ανεβαίναμε στον μεθοριακό οικισμό πότε συχνά, πότε αραιότερα, ποτέ όμως δε λείπαμε από το πανηγύρι. Εκεί γιορτάζαμε παρέα μ’ όλο το χωριό, αλλά γιορτάζαμε πάντα και την επανένωση της τριάδας μας. Της «Αγίας Τριάδας», όπως έλεγε ο ατακαδόρος Φώτης, πάντα κάτω από το ελαφρώς επικριτικό βλέμμα της Κατερίνας, που αναλάμβανε όπως πάντα να μας επαναφέρει στα όρια της κοσμιότητας. Ακολουθούσε συχνά άλλη αγαπημένη του ατάκα: «υπέροχο κορίτσι, αλλά δεν έχει ντιπ χιούμορ».

Η Κατερίνα ήταν η ψυχή του Πολιτιστικού Συλλόγου, που ανάμεσα σε άλλα διοργάνωνε και το πανηγύρι. Αυτή, σε αντίθεση μ’ εμάς, είχε επιστρέψει μόνιμα στο χωριό μετά τις σπουδές. Από το λύκειο ακόμη είχε φουντώσει μια άτυπη άμιλλα ανάμεσα σε μένα και τον Φώτη. Εγώ προσπαθούσα να την κάνω να σπουδάσει παρέα μου στην Φιλοσοφική κι αυτός να τον ακολουθήσει στο Πολυτεχνείο. Αν καταφέρναμε να περάσουμε, φυσικά. Τελικά τα καταφέραμε. Και περάσαμε και σπουδάσαμε. Αρχαιολόγος ο ένας, Μηχανολόγος ο άλλος. Μόνο η κατάληξη του τίτλου κοινή. Η Κατερίνα όμως μας έκανε τη μεγάλη ντρίπλα και σπούδασε στην Φαρμακευτική. Σαν πήρε το πτυχίο της, γύρισε –τρέχοντας θα ’λεγε κανείς– στο χωριό. Να ανοίξει Φαρμακείο. Να προσφέρει στον τόπο μας, στον τόπο της. Να έχουν μια βοήθεια τα γερόντια που παραμένανε στα πέτρινα σπίτια, τα έρημα από παιδιά και νέους. Με εξαίρεση τα τέσσερα χρόνια των σπουδών, δεν παράτησε ποτέ το αγαπημένο χωριό, τις προσωπικές της Θερμοπύλες. Και το διδακτορικό της ακόμα εξ αποστάσεως το παλεύει. Κι εμείς, οι λιποτάκτες, έχουμε έτσι δυο λόγους να ανηφορίζουμε ανάμεσα στα έλατα κάθε φορά. Το χωριό μας και την Κατερίνα μας, το κορίτσι που ήθελε να γίνει παπάς.

Είχαμε ήδη πλησιάσει στο χωριό. Βγήκαμε από το ανήλιο και περάσαμε το άδειο κουφάρι του κτηρίου, όπου κάποιος προσπάθησε κάποτε να δημιουργήσει μια εξοχική ταβέρνα. Παρατημένο στο ξέφωτο, με τα παράθυρά του να χάσκουν άδεια στον ορίζοντα, προειδοποιούσε κάθε φορά για την άφιξή μας.

«Σε πέντε λεπτά θα είμαστε στην πλατεία».

«Μην σταματήσεις καθόλου, πάμε κατευθείαν στο Σχολείο».

Ήταν να το πει ο μπράτιμος, για να μη γίνει. Όπως μπήκαμε στο χωριό, πριν ακόμη φτάσουμε στο Σχολείο, ο δρόμος μας περνούσε υποχρεωτικά από την πλατεία. Εκεί, έξω από το καφενείο, ήταν εμφανής μια αναστάτωση, ένας συνωστισμός. Όχι καμιά λαοθάλασσα, αλλά καμιά δεκαριά αυτοκίνητα, παρκαρισμένα άτσαλα έξω από το μικρό κτίσμα, ήταν κανονικό μποτιλιάρισμα για τα δεδομένα της γενέτειράς μας. Φυσικά σταμάτησα. Βγήκαμε απ’ τ’ αυτοκίνητο και διασχίσαμε μερικά μέτρα σχίζοντας με βιασύνη τον παγωμένο αέρα, μέχρι να μας υποδεχτεί η ζέστη της ξυλόσομπας σ’ έναν χώρο όπου είχαν μαζευτεί στριμωγμένοι σχεδόν όλοι οι χωριανοί. Όλοι όσοι ξέραμε κι ακόμα περισσότεροι.

Η αναστάτωση μεγάλη στη μικρή μας λαοθάλασσα. Κάποιο πρόβλημα απασχολούσε την άτυπη ολομέλεια. Κι εμείς ξένοι με το πρόβλημα και ξένοι πια με τα προβλήματα του τόπου γενικώς, προσπαθούσαμε να πιάσουμε δυο τρεις κουβέντες στον αέρα για να κατατοπιστούμε. Ήταν πολύ δύσκολο, καθώς η συζήτηση δεν είχε ειρμό, αλλά καθένας έριχνε βροντόφωνα το δικό του επιχείρημα ή σύνθημα σε μια σούπα οχλαγωγίας. Η τηλεόραση φαίνεται είχε επιτελέσει με επιτυχία το καθήκον της επιμόρφωσης του λαού μας στον εποικοδομητικό διάλογο, ακόμη κι εδώ στην εσχατιά του χωριού μας.

«Τι θα γίνει με το πανηγύρι;»

«Να φωνάξουμε την Αστυνομία!»

«Τι κάνει ο Δήμαρχος; Έχει ενημερωθεί;»

«Δεν είμαστε αρμόδιοι».

Χάβρα.

Ο πρόεδρος κάποια στιγμή κατάφερε να βάλει μια υποτυπώδη τάξη στη συζήτηση κι εκεί αναδείχθηκε το πρόβλημα και σ’ εμάς. Ως συνέπεια της συνεχούς ροής προσφύγων μέσα από τη χώρα μας και σε συνδυασμό με τη θέση του χωριού μας δίπλα στα σύνορα, μια ομάδα ανθρώπων ρημαγμένων από την κακιά μοίρα της προσφυγιάς, είχαν βρει καθώς φαίνεται προσωρινό καταφύγιο δίπλα και γύρω από την εκκλησία του παλιού χωριού. Όσοι είχαν πάει να προετοιμάσουν τον χώρο για το πανηγύρι, είχαν βρεθεί μπροστά σε ψυχές που προσπαθούσαν να προφυλαχτούν από το αλύπητο κρύο γύρω από την Παλιά Παναγιά.

Ο διάλογος από εκεί και πέρα μάς ήταν γνώριμος. Τον ακούμε εδώ και χρόνια στην μεγάλη πόλη. Επιχειρήματα δειλά, για ανθρωπιά κι αλληλεγγύη. Κι άλλα επιχειρήματα, αυθάδικα αλλά και φοβισμένα, σοβαροφανή αλλά και χυδαία, για συμφέρον, ρεαλισμό και «εθνικό καθήκον». Μίλησαν πολλοί. Τοποθετήθηκαν σχεδόν όλοι. Δεν περιμέναμε πολλά επιχειρήματα από τα πρώτα. Ακούστηκαν κάποια, βέβαια. Πνίγηκαν όμως από κραυγές. Κραυγές φόβου και άγνοιας. Κραυγές ξενόφερτες. Πιο ξένες στον τόπο μας από τους παγωμένους ξένους που φώλιασαν τριγύρω στην παλιά εκκλησιά. Μας έπιασε μια απελπισία. Την είδα στο μάτι του μπράτιμου κι αυτός στο δικό μου. Δεν τολμήσαμε να μιλήσουμε… Θεωρούσαμε εδώ και καιρό, ότι είχαμε χάσει το δικαίωμα να εκφέρουμε γνώμη για τα θέματα του τόπου μας.

Και τότε βγήκε μπροστά να μιλήσει η Κατερίνα. Ένα σφίξιμο με έπιασε, καθώς ήξερα την Κατερίνα και της είχα αγάπη μεγάλη, αλλά πάντα με έτρωγε μια μαύρη αμφιβολία ότι δε την γνώριζα πραγματικά. Φοβήθηκα, γιατί είχα ακούσει πριν διάφορα επιχειρήματα. Τα είχε ακούσει κι αυτή. Για «εθνικό κίνδυνο». Για συμφορά που χτύπησε τον τόπο μας κι έπρεπε να αμυνθούμε… «Πρώτα ο τόπος μας, ο βασανισμένος και ξεχασμένος μας τόπος», είχε πει κάποιος. Για την λαίλαπα του Ισλάμ και την θέση της γυναίκας σ’ αυτό.

Βγήκε λοιπόν μπροστά η Κατερίνα. Ήδη ένιωθα τα χαμόγελα να αστράφτουν σε κάποια αξιοπρεπή πρόσωπα, που ως προσωπίδες κρύβανε αραχνιασμένα μυαλά. «Η Κατερίνα του παπα-Γιώργη», σκεφτόντουσαν. Κοπέλα σοβαρή, ρεαλίστρια, με προσήλωση στις παραδόσεις και αγάπη για τον τόπο μας. Βγήκε στη μέση η Κατερίνα μας και είπε έξι λέξεις μαζεμένες: «Πέρα στην παλιά εκκλησία κρυώνουν παιδιά». Κι ορθώθηκε κραταιά η γιγάντια Κατερίνα του ένα κι εξήντα ανάμεσα στους συγχωριανούς. Και μ’ έπιασε μια ανησυχία ότι ψήλωσε τόσο πολύ που θα χτυπήσει το κεφάλι της στο μπουρί της ξυλόσομπας. Και θα καούν τα μαύρα τα μαλλιά της και θα μουντζουρωθεί το άσπρο της το πρόσωπο. Αλλά τίποτα δεν έπαθε. Μόνο που άρχισε να μοιράζει οδηγίες. Ήρεμα και μετρημένα, με σταθερή φωνή, παράγγελνε σε άλλους να φέρουν κουβέρτες, σε άλλους τρόφιμα από αυτά που είχανε έτοιμα για το πανηγύρι, άλλοι να φορτώσουν ξύλα, άλλοι διάφορες προμήθειες. Και κίνησε πρώτη έξω για το όμορφο καθήκον.

Είχαμε μείνει παγωμένοι Δάμων και Φιντίας σε μια γωνιά του καφενείου. Γρήγορα όμως ξεπαγώσαμε κι ακολουθήσαμε το ανθρώπινο ποτάμι αγάπης. Πασχίζαμε να πλησιάσουμε το Κατερινάκι μας και τα καταφέραμε. «Γεια σου, παπα-Κατίνα μου λεβέντισσα!» της ψιθύρισε ο μάστορας της ατάκας. Γύρισε και μας κοίταξε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, βγαλμένο μέσα από το άλμπουμ των παιδικών μας αναμνήσεων αλλά και από πιο πέρα, από την ζέστη του ήθους των προγόνων μας, από το φωτεινό βλέμμα και τη ζεστή αγκαλιά του Ξένιου Δία.

Φτάσαμε στην Παλιά Παναγιά. Φέτος το πανηγύρι ήταν διαφορετικό. Τα νταούλια και τα κλαρίνα βάραγαν μέσα στις καρδιές μας. Ο χορός μας δεν ήταν συρτός, αλλά ήταν σαφώς λεβέντικος. Οικογένειες από έναν άλλο τόπο, από έναν άλλο κόσμο, κουρνιάσανε μέσα στην θαλπωρή της προσφοράς μας και μας δώσανε το μεγαλύτερο δώρο, το χαμόγελό τους. Μανάδες αγκαλιάσανε με ανακούφιση, μετά από πολύ καιρό, τα βλαστάρια τους. Ο Φώτης δεν άντεξε και παρατήρησε: «Κοίτα, σαν πολλές Παναγίες γύρω γύρω από την Παναγία μας!» και μόλις το είπε, γύρισε προς την Κατερίνα περιμένοντας την επίπληξή της για ένα ακόμη «ασεβές σχόλιο». Αντ’ αυτού δέχτηκε ένα χάδι στα μαλλιά από τη φίλη μας, που αμέσως έτρεξε λίγο πιο πέρα να βοηθήσει.

Χωρίς να το καταλάβουμε, πήρε να νυχτώνει. Ο χώρος γύρω από την εκκλησία και στο διπλανό υπόστεγο είχε γίνει ένα προσωρινό καταφύγιο γι’ αυτές τις άτυχες ψυχές. Σιγά σιγά κι εμείς γαληνεύαμε, λίγο από κούραση, λίγο από ικανοποίηση… Αφού δεν είχε κάτι άλλο να κάνω, γύριζα γύρω γύρω, κι όπου έβλεπα κάποιο παιδάκι τού έδειχνα κάποιο από τα φημισμένα μου ταχυδακτυλουργικά και το ρωτούσα πάντα τις ίδιες δύο ερωτήσεις στα Αγγλικά:

«Πώς σε λένε; Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;»

Κάποια στιγμή έφτασα σ’ ένα κορίτσι με μαύρα μάτια και μαλλιά κι αφού του έδειξα πώς εξαφανίζω και εμφανίζω κατά βούληση ένα κέρμα, το ρώτησα κι αυτό.

Με κοίταξε δειλά και μου είπε: «My name is Asmaa and I want to become a priest».

Έμεινα να κοιτάω σα χάνος. Πέρασαν αρκετές στιγμές μέχρι να γυρίσω να δω τον Φώτη και την Κατερίνα πίσω μου σκασμένους στα γέλια. Μου την είχαν φέρει για τα καλά. Φυσικά έπρεπε να ακολουθήσει ατάκα του φίλου μου.

«Τελικά το κορίτσι έχει μεταξύ άλλων και πολύ χιούμορ».

Βιογραφικό συγγραφέα

Ο Γιώργος Λιόντας γεννήθηκε στην Κατερίνη το 1969. Μεγάλωσε παίζοντας στην Κατερίνη και το Καταφύγι Πιερίων. Ήταν, είναι και θα είναι Πρόσκοπος. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος στο Πολυτεχνείο, έτσι αγάπησε και την Αθήνα. Αγαπά τη γυναίκα του, τις δύο κόρες τους, τους ανθρώπους, τα βουνά, τα δάση, τα ποτάμια και τ’ άστρα. Πιστεύει ότι ένα από τα πιο σοβαρά πράγματα στη ζωή είναι το παιχνίδι.

Πέρυσι έπαιξε τον συγγραφέα και το επανέλαβε φέτος με χαρά. Ασχολείται με ηλεκτρομηχανολογικές κατασκευές. Το συγκεκριμένο διήγημα το αφιερώνει στην αδερφή του Χρυσούλα.


Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης