Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Τα σκοτεινά μάτια

Αχιλλέας Τζορμακλιώτης

6o Βραβείο στην Κατηγορία ενηλίκων του έτους 2015

Το χειμωνιάτικο γλυκοχάραμα, υγρό κι απαλό, ξεπρόβαλε και χρωμάτισε την πλάση με πορτοκαλιές αχτίδες. Ο ήλιος έμοιαζε με αγουροξυπνημένο άρχοντα, απρόθυμος να χαράξει, μα χαμογελαστός κι αγλαός, έτοιμος να βασιλέψει. Ο κυρ-Φάνης έτεινε τα χέρια προς αντίθετες μεριές, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι κι ετοιμάστηκε για τον περίπατο. Χρόνια ολάκερα το ’χε συνήθειο να παίρνει τους δρόμους με την αυγή αντάμα.

Έσυρε το κουφάρι του ως τον καθρέφτη. Μανία το ’χαν οι τσίμπλες να σφηνώνονται στα σακουλιασμένα μάτια του, χοντρές και ξερές σα σταφίδες. Πλύθηκε καλά, ντύθηκε με ένα πρόχειρο κοστούμι κι ένα χοντρό μπουφάν και όρμισε προς τα έξω να εισπνεύσει τον αμόλυντο πρωινό αγέρα. Τα μάτια τα κρατούσε μισόκλειστα. Τον δρόμο τον ήξερε τόσο καλά (τριάντα δύο χρόνια ήταν αυτά!) που μπορούσε να τον διαβαίνει ακόμη κι αν του τα ’δενες με μαντήλι.

Περπατώντας πρόσεξε το λυτό κορδόνι του παπουτσιού του και έσκυψε να το δέσει. Δεν πρόφτασε να τελειώσει και να σηκωθεί, όταν μια σκιά, ένα αέρινο σκοτεινό υποσκίασμα, φάνηκε από πάνω του κρύβοντάς του τον ήλιο. Σήκωσε το κεφάλι ο κυρ-Φάνης, κι έμεινε να προσέχει τη μορφή που στεκόταν –ακούνητη– εμπρός του. Μια κουρελού πιτσιρίκα, κοντά δώδεκα χρονών, με δυο μάτια κατάμαυρα, λες και δεν ξημέρωσε η μέρα μέσα τους, και χέρια σταυρωμένα σαν μαρμαρένιο άγαλμα.

«Ποια είσαι, πανάθεμά σε, και με κοψοχόλιασες;» αποκρίθηκε ο κυρ-Φάνης, ξαφνιασμένος από την παρουσία της.

«Λίγα ευρώ, κύριε.»

«Βρε, ακόμα δεν έπιασε κάψα ο ήλιος και βγήκες για το μεροκάματο; Άιντε τράβα στην ευχή του Θεού, κοπέλα μου.»

«Μονάχα λίγα, σας παρακαλώ…»

«Βρε, μπελά πρωινιάτικα… Μπρος, άρπαξε αυτό το κέρμα και φεύγα από τα μάτια μου!»

Η κοπέλα άπλωσε το χέρι, πήρε το κέρμα που της πρότεινε και έκανε να φύγει. Προτού, όμως, κάνει πέντε βήματα, σωριάστηκε χάμω, μπρος στα μάτια του κυρ-Φάνη. Εκείνος κοίταξε ολόγυρά του, μα δεν υπήρχε ψυχή. Έκανε να φωνάξει, αλλά πάλι σώπασε… Πρωί ήταν, σπίτια πολλά είχε η γειτονιά, δεν ήθελε να ξυπνήσει τον κόσμο… «Τι στα κομμάτια μπελάς μου ’λαχε, Θεέ μου», έλεγε κοιτώντας ψηλά. Θρησκευτικός κι αγαθόψυχος ο δύσμοιρος, έσκυψε, άρπαξε την κοπέλα, έφερε το ’να χέρι της γύρω από τους ώμους του και την έσυρε μισολιπόθυμη προς το σπίτι του. «Ανάθεμα τον περίπατό μου σήμερα. Μισή ζωή τον κάνω, τέτοιο πράγμα δεν ξανά ’τυχε», αναλογιζότανε.

Την ξάπλωσε κατευθείαν στον καναπέ που ’χε στο σαλόνι, πήρε ένα πανί, το ’βρεξε, της τ’ άπλωσε στο μέτωπο. «Καυτό είναι το κούτελό της, πανάθεμά την, καυτό!» Ύστερα της έβγαλε το ξεσκισμένο μπουφάν, τη σκέπασε με μια βελέντζα κι έφερε δίπλα στο τραπέζι ένα ποτήρι και μια κανάτα με νερό. «Αμ, έχε χάρη, δεσποινίς, έχε χάρη! Τι να σε κάνω που μια μέρα θα απολογηθώ σε Εκείνον! Τι να του πω, σαν φτάσω; Ότι σε παράτησα στη μέση του πεζόδρομου; Γι’ αυτό σου λέω, έχε χάρη!» μονολογούσε φωναχτά ο κυρ Φάνης, ανήμπορος να χωνέψει την κακοτυχιά που του χάλασε τον πρωινό περίπατο.

Θα πέρασε κάνα μισάωρο, όταν η φωνή της άρρωστης ήρθε και σφηνώθηκε στον υπνωτισμένο νου του κυρ Φάνη.

«Πού βρίσκομαι; Ποιος με έφερε εδώ;»

Ο κυρ-Φάνης ανασηκώθηκε, έστησε όρθιο το καμπουριασμένο του κορμί και της απευθύνθηκε:

«Αμ εσύ ποιος λες, εξυπνούλα; Μου έπεσες χάμω, σωριάστηκες, λιποθύμησες – πώς το λεν τέλος πάντων!»

«Ευχαριστώ, κύριε, ευχαριστώ που δείξατε ενδιαφέρον», είπε κάπως ντροπαλά και ίσιασε το πανί που ’χε στο μέτωπό της.

«Καλά, βρε κοπέλα μου,» είπε πάλι εκείνος, «μπορείς να μου πεις τι σ’ έπιασε και στάθηκες σαν φάντασμα μπροστά μου εκεί που έδενα τα κορδόνια;»

«Λίγα χρήματα ήθελα μονάχα…»

«Και βγήκες να ζητιανέψεις απ’ τα χαράματα; Α, δεν είσαι με τα καλά σου μου φαίνεται. Ποιος είναι από πίσω; Ποιος σε στέλνει, μια σταλιά πλασματάκι, να κάνεις τέτοια;»

«Κανείς, κύριε, σας το ορκίζομαι. Η οικογένειά μου είναι φτωχή, πολύ φτωχή. Εγώ με τον αδερφό μου ζητιανεύουμε από νωρίς, ο πατέρας είναι ανάπηρος, ανίκανος για δουλειά και η μάνα τον φροντίζει. Δε μας αναγκάζει να το κάνουμε, μα πρέπει… πρέπει. Η σύνταξή του ούτε για φαΐ δε φτάνει.»

«Να πεις είστε μοναδικοί; Τη σήμερον ημέρα ένα κάρο οικογένειες τα ’χουν αυτά… Ένα κάρο, μ’ ακούς; Έλα, πιες λίγο νερό… Θα πάω να σου φέρω κι ένα ζεστό τσάι, θα βοηθήσει. Θα ξαποστάσεις εδώ, να σου πέσει ο πυρετός και θα σε πάω ’γώ απ’ το σπίτι. Όσο για το μεροκάματο, πόσα μαζεύεις τη μέρα, κάνα εικοσάρικο; Ε, θα στο δώσω κι αυτό, πανάθεμά σε! Μη γυρίσεις μ’ άδεια χέρια.»

«Κύριε… πόσο, πόσο σας είμαι ευγνώμων!»

«Βρε, άσ΄ τα αυτά, πώς στα κομμάτια σε λένε;»

«Αναστασία» είπε με φωνή τρεμάμενη απ’ τον πυρετό.

Πήρε τον δρόμο για την κουζίνα ο κυρ-Φάνης κι έβγαλε το μπρίκι να βράσει το νερό για το τσάι. «Βρε, μπελά! Αλλά, βέβαια, Αναστασία δεν είπε; Αμ, τι τα θες, την ανάστησα να την πάρει ευχή! Πώς να την αφήσω; Τι θα Του πω εγώ μετά;», συνέχιζε να μπαρμπαλίζει ο κυρ-Φάνης. Έβγαλε ένα φακελάκι με άρωμα φασκόμηλο, το ’βαλε σε μια κούπα με το ζεστό νερό που έβρασε κι άρχισε να το ανακατεύει καλά με ένα μικρό κουτάλι.

«Μπρος, θα το πιεις όλο! Έτσι, σκέτο∙ δεν έχει μέλια και ζάχαρες. Πρέπει να το πιεις σωστό το τσάι, βλέπεις, για να γίνει σωστή δουλειά.»

Κουβέντα δεν είπε η μικρή, άρπαξε την κούπα και το έπινε ευχάριστα. Στο μεταξύ ο κυρ-Φάνης άνοιξε ένα συρτάρι κάπου πιο δίπλα, έβγαλε δυο κουτιά με μπισκότα και τα άπλωσε στο τραπέζι.

«Κουβέντα δε θέλω! Θαρρείς δεν κατάλαβα πόσο πεινάς; Λες και κατάπιες τροχό κάνει η κοιλιά σου. Άιντε, τσίμπα κανένα να ευχαριστήσεις τα δόντια σου. Αδούλευτα φαίνονται!»

Είχε πια μεσημεριάσει κι ο ήλιος έστεκε πολύ ψηλά ολόφωτος και φλογερός. Πυκνές πυκνές έστελνε τις αχτίδες του στο σπίτι, να ζεστάνουν το ανήμπορο πλάσμα μες στο καταχείμωνο. Γλιστρούσαν από τις μαρκίζες των παραθύρων σαν λιωμένο χρυσάφι και ο κυρ-Φάνης, βλέποντας τις φιλικές προθέσεις της φωτόσφαιρας, είχε σπρώξει το κρεβάτι που ’ταν ξαπλωμένη η Αναστασία κατά το παράθυρο για να ζεσταίνεται ακόμη περισσότερο. Ύστερα άρπαξε μια καρέκλα, την τοποθέτησε κολλητά στο κρεβάτι κι άνοιξε την τηλεόραση χαμηλόφωνα.

«Τι ώρα γυρίζεις σπίτι σου συνήθως;» ρώτησε στο κορίτσι έπειτα από παρατεταμένη σιωπή.

«Να, γύρω στις τρεις με τέσσερις το μεσημέρι.»

«Σε ρωτάω γιατί μου φαίνεσαι καλύτερα. Σαν να ’χει πέσει ο πυρετός, το μέτωπό σου είναι πιο κρύο.»

Η κοπέλα δε μίλησε. Κοίταξε τον κυρ-Φάνη μ’ ένα σκυθρωπό βλέμμα κι έσμιξε τα φρύδια. Είχε αρχίσει να ευχαριστιέται, βλέπετε, η μικρή την τόση περιποίηση και διασκέδαζε την παρέα του ηλικιωμένου. Δεν της άρεσε η κουβέντα περί φυγής, την άλλαξε απότομα.

«Γυναίκα δεν έχετε, κύριε;»

«Βρε αφιλότιμο, τι σε μέλλει εσένα; Καλά δε σε φροντίζω; Τι παραπάνω θα ’κανε ένα γυναικείο χέρι;»

«Όχι, όχι… δεν το λέω με τέτοια πρόθεση!» είπε η Αναστασία και γύρισε το κεφάλι στεναχωρημένη.

«Καλά καλά… μη μου μουτρώνεις. Πάει καιρός που πέθανε η κακομοίρα, τι καιρός, χρόνια ολόκληρα! Είκοσι, είκοσι πέντε; Θα σε γελάσω! Από τότε το ’ριξα στους περιπάτους – βοηθάνε οι αφιλότιμοι, ξεχνιέσαι!»

«Ούτε παιδιά έχετε;»

«Ούτε! Μα τι ώρα πήγε, να, ξεχάστηκα με την κουβέντα! Πρέπει να σου φτιάξω να φας. Να σταθείς στα πόδια σου. Γιατί μη θαρρείς πως θα σε κουβαλήσω ξανά…»

Λίγη ώρα μετά, μια ευωδιαστή τηγανίλα πλανιόταν μες στο σπίτι και δυο πανέμορφα τηγανιτά αυγά ήταν πάνω στο τραπέζι. Η Αναστασία, σαν συνεπαρμένη, δεν ξεκολλούσε τα μάτια από το πιάτο, έκανε ένα σάλτο πετώντας τη βελέντζα από πάνω της κι άρχισε να τα τρώει λιμασμένα.

«Βρε, πανάθεμά σε, στάσου, στάσου να σου φέρω λίγο ψωμί! Μωρέ κι εμένα θα μ’ έτρωγες αν έμπαινα σε πιάτο!»

Ύστερα, σιγή απλώθηκε στον χώρο. Μόνο το χάψιμο της Αναστασίας ακουγόταν και το πιρούνι που κουδούνιζε χτυπώντας στο πιάτο. Στάθηκε παράμερα ο κυρ-Φάνης και την πρόσεχε… «Όμορφα πλάσματα είναι τα παιδιά, ανάθεμά τα, πλάκα που την έχουνε!» μονολογούσε κι είχε ένα φαρδύ χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη…

Κάπου τέσσερις και μισή θα ήτανε, όταν ο ήλιος είχε γύρει στο πλάι, βλέποντας με τις άκρες των ματιών του το φεγγάρι που ανυπομονούσε να πάρει θέση. Είχε όμως χρόνο μέχρι να δύσει. Έπρεπε να φέξει, να ζεστάνει λίγο ακόμα το πλάσμα που σερνόταν στο δρόμο πιασμένο αγκαζέ από το χέρι του κυρ-Φάνη. Είχε σχεδόν γιάνει η κοπέλα με τις τόσες φροντίδες και πήρανε τον δρόμο για το σπίτι.

«Μακριά είσαι;» είπε πιο μετά ο γέρος.

«Όχι, πολύ… τρία τετράγωνα ακόμη.»

«Για στάσου μισό λεπτό, δεν ξέρω αν θα βρω παρακάτω.» είπε πάλι εκείνος κι άρχισε να απομακρύνεται στρίβοντας σε ένα στενό…

Δεν έδωσε και πολλή σημασία η μικρούλα, είχε στραμμένο το κεφάλι και πίστεψε ότι θα πήγαινε πιο κάτω, που είχε ένα ψιλικατζίδικο. Λίγο αργότερα τον είδε να έρχεται με άδεια χέρια. «Τι πήγε να κάνει;» σκέφτηκε, χωρίς να τον ρωτήσει τίποτα. Γράπωσε πάλι το μαραγκιασμένο μπράτσο του και συνέχισαν το περπάτημα.

Όταν έφτασαν μπροστά απ’ το σπίτι, ο γέρος άφησε έναν αναστεναγμό κι έμεινε να το κοιτάζει. Μικρό, με μαυρισμένα κεραμίδια και αγριόχορτα φυτρωμένα γύρω στην αυλή. «Τι ζωή κάνουν, Θεέ μου! Τι σόι χαμόσπιτο είναι τούτο εδώ που μένουν;» μιλούσε με τα μάτια του τα γουρλωμένα.

Μισή ώρα μετά είχαν ήδη μπει στο σπίτι και η Αναστασία είχε εξιστορήσει στους γονιούς τα πάντα. Όλο αυτό το διάστημα, κουβέντα δεν είπε ο κυρ-Φάνης –λες και αδιαφορούσε για ό,τι άκουγε.

«Κύριε, κάνατε κάτι σπουδαίο», είπε ο πατέρας, «δεν ξέρω πώς να σας δείξω την ευγνωμοσύνη που νιώθω. Καθίστε να φάτε μαζί μας!»

«Ναι, ναι… καθίστε, κύριε!» συμπλήρωσε η μητέρα.

Τίποτα δεν αποκρίθηκε ο κυρ-Φάνης, συνέχιζε να κοιτά τριγύρω σαν χαμένος τα ξασπρισμένα ταβάνια, τις κατσαρόλες που έβραζαν δίπλα στο κρεβάτι και τη σόμπα που ξερόκαιγε λίγα ξύλα, μην καταφέρνοντας να ζεστάνει. Έπειτα έβαλε το χέρι στην τσέπη, άρπαξε τα χαρτιά που είχε μόλις κάνει ανάληψη από την τράπεζα και τα ’παιζε στα χέρια. «Μπα, σε καλό τους! Να μπορούσα να κάνω αλλιώς, να ’κανα… Αλλά δε γίνεται. Κοίτα χάλι, ασυμμαζεψιά!» έλεγε και ξανάλεγε με μια πνιχτή φωνή στον εαυτό του.

«Μπρος, πάρτε αυτά και κοιτάξτε να τα χρησιμοποιήσετε σωστά! Μ’ ακούτε; Πάρτε καμιά σόμπα της προκοπής, κλαδέψτε τα αγριόχορτα απ’ έξω, αλλάξτε τα κεραμίδια –μη σας πω αλλάχτε και σπίτι!» είπε κι άφησε να ξεγλιστρήσει στο τραπέζι ένα χαρτομάνι χρημάτων, πενηντάρικα, κατοστάρικα, διακοσάρικα, ένα σωρό λεφτά τους έδωκε ο καψερός.

Θαρρείς και είδαν τον Χριστό ζωντανό μες στο σπίτι και οι τέσσερις (πατέρας, μάνα και τα δυο παιδιά) γούρλωσαν τα μάτια μην μπορώντας να αρθρώσουν λέξη. Μονάχα ο πατέρας προσπάθησε, ξεκολλώντας με δυσκολία το σάλιο από τα χείλη του, και είπε:

«Κύριε Φάνη, όχι, δεν γίνεται να τα δεχτούμε! Μα πώς; Εσείς δεν μας ξέρετε καλά καλά…»

«Κουβέντα! Λέξη δε θέλω!» είπε υψώνοντας τον τόνο της φωνής ο γέρος.

Μα ο πατέρας δεν το ’βαλε κάτω. Σήκωσε λιγάκι την πλάτη, άγγιξε με την παλάμη τ’ ανάπηρα πόδια του και είπε:

«Αξίζουμε να δεχτούμε κάτι τέτοιο; Αξίζουμε άραγε από εσάς τόση αγάπη και τόση αλληλεγ…»

«Κουβέντα!» βροντοφώναξε ο γέρος μ’ όση φωνή είχε κι έστριψε να φύγει. Άνοιξε την πόρτα και με δυο δρασκελιές ξέχασε τα γεράματά του και βρέθηκε στον δρόμο.

Η Αναστασία έτρεξε ξοπίσω του, έδεσε τα χέρια γύρω από τη μέση του και ξέσπασε σε λυγμούς. Ο κυρ-Φάνης έπιασε τα χέρια της, τα αποκόλλησε από τη μέση και είπε:

«Βρε, πανάθεμά σε, μούσκεμα μου το ’κανες το διαβολεμένο το σακάκι! Μάλλινο είναι, δε θα στεγνώνει εύκολα μετά… Άιντε, γύρνα πίσω στους δικούς σου και επιτήρησέ τους. Μην τυχόν και δεν τα ξοδέψετε σωστά, μαύρο φίδι που σας έφαγε, τ’ ακούς;»

Η κοπέλα τού έσκασε ένα γάργαρο χαμόγελο και τον πάνιαζε με τα σπινθηροβόλα μάτια της. Δακρυσμένα ήταν, βλέπετε, και μεγάλα και θεοσκότεινα σαν σπηλιές. Μα τώρα ένα φως είχε τρυπώσει μέσα τους κι ο ήλιος δεν έδυε στον ουρανό, αλλά στο εσωτερικό τους…

«Και να έρχεσαι κι από το σπίτι, εντάξει; Έναν σωρό αβγά έχω ο αθεόφοβος, τι στα κομμάτια να τα κάνω;» συμπλήρωσε πάλι φωναχτά ο κυρ-Φάνης και πήρε τον δρόμο για το σπίτι του.

Περπάταγε αργά και χανόταν, σαν ένα φως που πνίγεται στο σκοτάδι. Μονάχα να μονολογεί ακουγόταν… «Αμ, τι με κοιτάς και Συ; Τι να Σου ’λεγα σαν με πάρεις εκεί πάνω, μου λες;».

Βιογραφικό συγγραφέα

Ο Αχιλλέας Τζορμακλιώτης γεννήθηκε τον χειμώνα του '89 στη Λάρισα, όπου και ζει μέχρι σήμερα. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ηλεκτρολογίας κι εργάζεται ως ηλεκτρολόγος-συντηρητής σε βιομηχανία τροφίμων. Η συγγραφή αποτελεί μία εκτόνωση δημιουργίας και είναι ευτυχής να παρασύρεται μαζί της.


Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης