Ένα κρύο χειμωνιάτικο πρωινό, με καιρό έτοιμο να χιονίσει, ο Μάριος αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στα γύρω μέρη, μακριά από το κτήμα, κοντά σε μια ρεματιά που έκρυβε ένα παραμυθένιο ποταμάκι. Ήταν ένα μέρος που την άνοιξη το είχε επισκεφτεί πολλές φορές και τον είχε μαγέψει. Καιρός ήταν να το δει ακόμα και μέσα στην καταχνιά, να χαρεί τη φύση έτσι όπως την ονειρευόταν, σε όλες τις εποχιακές της εκφάνσεις. Έτσι κι αλλιώς ο λόγος που έφυγε από την πόλη και αποφάσισε να ζήσει κοντά στη φύση ήταν η άπλετη αγάπη του γι’ αυτήν.
Όταν ήταν στην πόλη, υπάλληλος σε μια πολυεθνική, πνιγόταν μέσα στις καθημερινές συνήθειες και τα τετριμμένα δρώμενα. Δεν είχε χρόνο, δεν είχε εικόνες, δεν είχε ζωή. Ζωή γι’ αυτόν ήταν να έχει επαφή με την ίδια του την ψυχή, κι αυτό ήθελε ησυχία και γαλήνη για να το πετύχει. Έτσι πήρε τη μεγάλη απόφαση. Πούλησε τα πάντα και αγόρασε ένα κτήμα επενδύοντας σε απλά πράγματα, όπως έναν μπαχτσέ, μερικά οπωροφόρα δέντρα, λίγες ελιές, ένα αμπελάκι και μερικά μικρά ζώα. Και τώρα τελευταία είχε αρχίσει να αισθάνεται πως αυτή του η απόφαση ήταν η σωστή. Τις νύχτες άναβε το τζάκι και έψηνε κάστανα. Έπινε το λιγοστό κρασί που μόνος του με ερασιτεχνικό τρόπο είχε φτιάξει και ξεφύλλιζε βιβλία γραμμένα από φυσιοδίφες. Πού και πού διάβαζε και ποίηση. Απήγγειλε τους στίχους σα να έπαιζε σε μεγάλο θεατρικό έργο. Κι ύστερα κρυβόταν σχεδόν ναρκωμένος από ευχαρίστηση στην τρίχινη κουβέρτα του και κοιμόταν βαθιά μέχρι το πρωί.
Εκείνη τη μέρα πήρε μια χοντρή βέργα, λίγο νερό, λίγο κρασί και μερικές σταφίδες και ξεκίνησε με βήμα αργό για τη βόλτα του. Οι μπότες του ήταν καινούριες και πάταγαν στο χώμα γερά και αποφασιστικά. Όντας κάποτε αθλητής, είχε βήμα στέρεο και δυνατό. Κοίταζε γύρω του και αγαλλίαζε. Ρουφούσε τον αέρα επίμονα με τα ρουθούνια του και σχεδόν δάκρυζε από χαρά. Ήταν σίγουρος πως ήταν στο σωστό μέρος. Εκεί θα ήθελε να είναι. Για πάντα.
Πλησιάζοντας στη ρεματιά, κοίταξε μακριά. Το ποταμάκι τρεμόπαιζε ανάμεσα στα βραχάκια. Το έβλεπε να παίζει με τα βρύα, να τα κυκλώνει, να τα φιλά. Προχώρησε περισσότερο. Το σημείο ήταν δύσβατο. Άρχισε να πιάνεται από θάμνους για να μπορεί να κατέβει ακόμα πιο χαμηλά. Στο τέλος οι μπότες του βράχηκαν από το νερό. Έφτασε εκεί που ήθελε. Κοίταξε γύρω του. Υπήρχε τόση ευτυχία κρυμμένη εκεί που δεν την χωρούσε ο νους του. Κοντοστάθηκε κι ακούμπησε σ’ έναν βράχο. Έβγαλε το νερό και ήπιε δύο γουλιές. «Μα, εδώ θέλει κάτι πιο γιορτινό, λίγο κρασί», σκέφτηκε. Έβγαλε το φλασκί και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά.
Τα μάτια του γύριζαν γύρω γύρω και γέμιζαν εικόνες. Ο ήχος του νερού τού έδινε την αίσθηση σχεδόν του οργασμού. Σήκωσε τα μάτια ψηλά. Η ρεματιά συνεχιζόταν πιο πάνω. Κάπου ανάμεσα στα βράχια και τα δέντρα είδε κάτι πέτρινο. Κοίταξε πιο αναλυτικά. Ήταν ένα γεφυράκι. Χωρίς καν να το σκεφτεί, αποφάσισε να ανέβει πιο πάνω. Πήρε τη βέργα του στο χέρι και την έμπηξε στις λάσπες. Ξεκίνησε βήμα βήμα να περπατά στις όχθες πιάνοντας μικρά κλωνάρια.
Μετά από δέκα λεπτά περίπου ξανασήκωσε τα μάτια κι αντίκρισε με θαυμασμό κάτι που δεν είχε ξαναδεί. Το γεφυράκι στεκόταν εκεί, περήφανο μπροστά του. Σχημάτιζε μια έντονη καμάρα που από κάτω φιλοξενούσε ένα σωρό είδη φυτών. Απορίας άξιο πώς περνούσε από τόσο πυκνή βλάστηση το νερό. Στα αριστερά, εκεί που μίκραινε η καμάρα, φαινόταν ένα κενό σημείο. Με την άκρη του ματιού του ο Μάριος, πίσω από τις φυλλωσιές είδε ένα πέτρινο πεζούλι. Ξαφνικά αισθάνθηκε μια χιονονιφάδα να αγγίζει το μάγουλό του. «Επιτέλους χιόνι», σκέφτηκε. Χειμώνας στο βουνό χωρίς χιόνι δε γινόταν. Πλησίαζαν και τα Χριστούγεννα και χωρίς χιόνι θα έμοιαζαν με τη ζωή στην πόλη, κάτι που δεν ήθελε πια. Από τη χαρά της τόσο έντονης επαφής του με τη φύση εκείνες τις ώρες, σκέφτηκε να απολαύσει το όλο σκηνικό με το κρασί και τις σταφίδες του. «Θα κάτσω στο πεζούλι», σκέφτηκε, «κάτω από το γεφύρι και θα χαρώ τις νιφάδες που πέφτουν». Έκανε ένα βήμα και πήρε τα βάτα στα χέρια του να τα τραβήξει για να ανοίξει δρόμο. Μα σε μια στιγμή, γλιστρά και πέφτει χαμηλά. Πολύ χαμηλά. Μέσα σε δευτερόλεπτα συνειδητοποιεί ότι έχει πέσει μέσα σε μια αρκετά βαθιά μακρόστενη τρύπα που έμοιαζε με φρεάτιο. Είχε περίπου τρία μέτρα βάθος και κανένα ίχνος σκάλας για να ανέβει. Το έδαφος εκεί ήταν υγρό και γλιστερό. Το φως ελάχιστο, εφόσον ακριβώς από πάνω ήταν το γεφυράκι. Το νερό δεν έμπαινε μέσα –ευτυχώς– γιατί έβρισκε κόντρα στο περβάζι του πεζουλιού.
Ο Μάριος για λίγο έμεινε ακίνητος. Δεν ήξερε τι σκέψη να κάνει. Πώς να αντιδράσει, πώς να λειτουργήσει; Ήταν τόσο ευτυχής πριν από λίγο, που αφέθηκε στη φύση ίσως παραπάνω από όσο έπρεπε. Ίσως εμπιστεύθηκε υπερβολικά τη μεγάλη του αγάπη. Ίσως, ίσως… Μετά από μερικά λεπτά γεμάτα «ίσως», συνήλθε και κοίταξε γύρω του. Τότε ξαφνικά συνειδητοποίησε το μέγεθος της κατάστασης. Μόνος του σε μια τρύπα, ανήμπορος να βγει, μέσα στο καταχείμωνο, με το ξεκίνημα του χιονιά, και έχοντας ήδη σχεδόν μεσημεριάσει. Τα πόδια του κόπηκαν στη μέση από τρόμο και σχεδόν σωριάστηκε στο πάτωμα. Εκεί έπιασε κάτι σκληρό που, σκαλίζοντάς το, άρχισε να μυρίζει άσχημα. Ήταν ένα μικρό κουφάρι ζώου. Ένα ζώο, νυφίτσα ή κάτι τέτοιο θα γλίστρησε κι αυτό εδώ. Και δεν μπόρεσε να βγει. Και έμεινε εδώ. Και πέθανε εδώ. Στη φύση. Στο ίδιο του το σπίτι. Εκεί που γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε. «Η φύση το τάιζε, όμως η φύση το πήρε πάλι. Με άδικο και ύπουλο τρόπο», σκέφτηκε. Μα αμέσως σκέφτηκε τον εαυτό του. Ίσως θα πέθαινε κι αυτός εδώ.
Έβγαλε το φλασκί με τρεμάμενα χέρια και ήπιε δύο γουλιές νερό. Αμέσως μετά σηκώθηκε και προσπάθησε να μπήξει τα χέρια του στον τοίχο. Άρχισε να κλωτσά τις πέτρες και να χτυπά τα βρύα με τις καινούριες του μπότες. Τα τοιχώματα, όσο τα χτύπαγε, έριχναν τις λάσπες τους και έβγαινε στην επιφάνεια ένα σκληρό υλικό, τόσο σκληρό σα μπετόν. Συνέχιζε να χτυπά και να κλωτσά με δύναμη, μπήγοντας τα νύχια του όλο και πιο βαθιά, μα φαινόταν μάταιο να πιαστεί από κάπου… Μετά από ώρα προσπάθειας, έβγαλε μια κραυγή απόγνωσης, τόσο δυνατή που έκανε πολλαπλή ηχώ… Άκουσε την κραυγή του πάνω από πέντε φορές, ξανά και ξανά. Σιωπηλός και ταλαιπωρημένος όπως ήταν, άκουσε ακόμα μια κραυγή, λίγο διαφορετική από τη δική του αυτή τη φορά. Κόλλησε στον τοίχο και προσπάθησε να ακούσει καλύτερα. Η κραυγή ξανακούστηκε. Σίγουρα δεν ήταν η δική του. Ήταν κάποιου άγριου ζώου, προφανέστατα λύκου. Τότε ο απόλυτος πανικός τού χτύπησε την πόρτα. Τελείωσε, εδώ θα πέθαινε, σκέφτηκε. Κρατώντας την ανάσα του, έσκυψε στα γόνατα κι άρχισε να κλαίει ασταμάτητα, με αναφιλητά και πνιγμένο κλάμα, φοβούμενος μην ακουστεί.. Οι ανάσες του ήταν κοφτές και ρηχές. Τα μάτια του θολά από τα δάκρυα και τα χέρια του βρόμικα, υγρά και παγωμένα. Τα ρούχα του πλέον δεν τον ζέσταιναν, μα ένιωθε κρύο ιδρώτα να τον λούζει από πάνω ως κάτω. Οι σκέψεις του άρχισαν να θολώνουν κι αυτές κι έρχονταν μπερδεμένες χωρίς αρχή και τέλος. Μετά από λίγο κατέρρευσε. Έπεσε στο πάτωμα εντελώς και αφέθηκε με τα μάτια μισάνοικτα να κοιτάζουν το γεφύρι από πάνω. Σιγή. Σχεδόν σταμάτησε να αναπνέει. Κενό.
Η ώρα περνούσε. Ο Μάριος ακίνητος να κοιτά το γεφύρι. Σαν να είχε ήδη πεθάνει. Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Τα φύλλα μαζί με το νερό δημιουργούσαν τρομακτικούς πια και όχι τόσο ευχάριστους θορύβους. Κάθε ήχος της φύσης παρέπεμπε σε θρίλερ και όχι στην απόλυτη ευτυχία. Η μυρωδιά του χώματος έμοιαζε με αυτή του νεκροταφείου κι όχι με αυτή του θυμαριού και της ρίγανης. Τα έρποντα μικρά ζωύφια συνδέονταν ξαφνικά κι αυτά με το θάνατο και όχι με την άλλοτε θαυμαστή τροφική αλυσίδα. Η αίσθηση της λάσπης στα δάκτυλά του συνδεόταν πια περισσότερο με εκσκαφή ταφικής διαδικασίας και όχι με το ευχάριστο φύτεμα στον κήπο. Η υγρασία στο κορμί του, του θύμιζε κι αυτή κάτι μακάβριο και όχι μια δροσερή βουτιά στο ποτάμι τους καλοκαιρινούς μήνες. Η σκέψη ενός πεινασμένου λύκου συνδεόταν με τον υπέρτατο φόβο για τον θάνατο πια και όχι με την προσπάθεια διάσωσης του είδους από τόσες και τόσες φιλοζωικές οργανώσεις. Οι σκέψεις του Μάριου είχαν όλες δηλητηριαστεί. Τίποτα δεν έμοιαζε όπως πριν. Τίποτα δεν υπήρχε γύρω του που να του ξυπνά πια αυτή την τόσο μεγάλη αγάπη του. Η αγάπη είχε γίνει σχεδόν μίσος. Η φύση, που τόσο αγαπούσε, αισθανόταν ότι τον πρόδωσε. Μια και καλή. Ώσπου παραδόθηκε ολοσχερώς στη μοίρα του και περίμενε. Δεν είχε πια κουράγιο να παλέψει. Και τώρα περίμενε απλώς να πεθάνει. Περίμενε τους λύκους.
Ήταν πια νύχτα. Πού και πού έμπαιναν μερικές νιφάδες χιονιού μέσα στο φρεάτιο και σταματούσαν επάνω στο μέτωπο του Μάριου. Εκείνος ακίνητος. Πιθανόν να είχε κοιμηθεί για κάμποσο, μα και που είχε ανοικτά τα μάτια, ένιωθε πάλι σα να κοιμόταν. Άρχισε πάλι να σκέφτεται. Ήταν επιλογή του η μοναξιά, αλλά έτσι κανείς δε θα τον έψαχνε. Η μητέρα του μόνη, χήρα, αν μάθαινε γι’ αυτόν, σίγουρα δεν θα άντεχε το χαμό του. Με τον αδερφό του ήταν απόμακρος από μικρός. Εκείνος είχε κάνει οικογένεια και παιδιά και ζούσε αλλιώς. Κολλημένος με την τεχνολογία, με την ζωή γεμάτη ανέσεις. Ούτε γλάστρες δεν ήθελε. Μαραίνονταν τα φυτά γιατί δεν ήξερε πώς να τα περιποιηθεί. Κι ο Μάριος στα βουνά από μικρός. Έπαιζε με τα χώματα. Και στα χώματα κατέληξε. Κανείς δε θα λυπηθεί όσο ο ίδιος λυπόταν αυτή τη στιγμή τον εαυτό του, σκέφτηκε. Όλα όσα είχε κάνει στη ζωή του έμοιαζαν μάταια. Από το πιο απλό μέχρι το πιο μεγάλο πράγμα. Και το πτυχίο του και οι διακοπές στην Ινδονησία, και το ψωμί που έμαθε να φτιάχνει. Και δεν άφησε ούτε έναν απόγονο. Κάτι. Ίσως έπρεπε να παντρευτεί τελικά με την Ειρήνη κι όχι να φύγει τρέχοντας όταν μύρισε κουφέτα. Ίσως η μοναξιά πληρώνεται. Πάντα. Και γέρος να προλάβαινε να γίνει, κι αν δε πέθαινε εδώ, πάλι θα πλήρωνε τη μοναξιά χωρίς κάποιον να του κρατήσει το χέρι. Να του πετάξει στην κυριολεξία ένα σκοινί, μέσα σ’ αυτήν εδώ την υγρή τρύπα… Δάκρυζε συνεχώς. Τα δάκρυά του γίνονταν μικρές παγωμένες μπίλιες στους κροτάφους του. Η θερμοκρασία ήταν πολύ χαμηλή. Το σκοτάδι τόσο που δεν έβλεπε ούτε το γεφύρι. «Είναι βλακεία ο θάνατος», σκεφτόταν. «Είναι άδικο, η ζωή που είναι τόσο όμορφη, τόσο πολύπλοκη, να τελειώνει έτσι απλά, τόσο εύκολα και τόσο άσχημα. Είναι βλακεία ο θάνατος», επαναλάμβανε με τη σκέψη του. «Και μεγαλύτερη βλακεία μερικοί να πιστεύουν πως μπορεί κανείς να πεθάνει ένδοξα ή ηρωικά. Ο θάνατος είναι θάνατος. Δεν έχει διαφορά μετά. Το χειροκρότημα, αυτός που πέθανε, δεν είναι εκεί να το ακούσει. Και ο άνθρωπος την ώρα που πεθαίνει, είναι πάντα ένα απροστάτευτο πλάσμα. Είναι πάντα ένα μικρό παιδί που κλαίει. Τίποτε άλλο. Ό,τι κι αν έχει κάνει, όσα κι αν έχει ζήσει.»
Ο Μάριος συνέχιζε αργά με τις μαύρες σκέψεις του. Οι κραυγές των λύκων πύκνωναν γύρω του. Κι όσο πύκνωναν, τόσο περισσότερο καταστροφικές γινόντουσαν οι σκέψεις. Άραγε θα πονούσε πολύ το να φαγωθεί από λύκους; Άραγε ποια στιγμή θα πέθαινε; Με ποιο δάγκωμα; Σε ποιο σημείο; Άραγε θα τον βρίσκανε ποτέ; Φανταζόταν τους τίτλους ειδήσεων. Ένας άνδρας μέσα σε ένα φρεάτιο, αγνώστων στοιχείων, σε βαριά αποσύνθεση κλπ κλπ… Αποσύνθεση. Αηδία. «Πού είναι ο Θεός;» σκέφτηκε. «Ποιος Θεός;» ανταπάντησε μέσα του. Μάλλον απλώς ό,τι δεν μπορούν να εξηγήσουν οι άνθρωποι, κοιτάζουν προς τον ουρανό με απορία και περιμένουν απαντήσεις. Έτσι κι αυτός. Κοίταξε τον υποτιθέμενο ουρανό –το γεφύρι στην προκειμένη περίπτωση– γιατί δεν μπορούσε να εξηγήσει τον θάνατό του που θα ερχόταν. Το γεφύρι όμως δεν έλεγε τίποτα. Καμία απάντηση. Καλύτερα να κοίταζαν μέσα τους, σκέφτηκε. Μπορεί και να έβρισκαν περισσότερες απαντήσεις εκεί. «Μόνο αυτό μου μένει», σκέφτηκε «να κοιτάξω μέσα μου.»
Οι ώρες περνούσαν κι ο Μάριος μια λαγοκοιμόταν και μια άνοιγε τα κουρασμένα του βλέφαρα. Τα χέρια και τα πόδια του είχαν σχεδόν παγώσει. Δεν αισθανόταν και πολύ το σώμα του. Μα δεν έκανε και καμία προσπάθεια να κινηθεί. Μάταιο, σκεφτόταν. Οι κραυγές των λύκων από ώρα είχαν σταματήσει. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι άρχισε να φαίνεται αμυδρά το γεφύρι. «Ξημερώνει», σκέφτηκε. Το φως άρχισε να γίνεται όλο και πιο δυνατό. Οι σκέψεις του Μάριου επανήλθαν εκεί που είχε μείνει. Να κοιτάξει μέσα του. «Μάταιο, μάταιο, δε βλέπω τίποτα μέσα μου», ψέλλισε. «Μάταια όλα, αφού θα πεθάνω. Μάταιο το δίπλωμα οδήγησης, μάταιο το αμπέλι μου, μάταιοι κι οι κόποι μου για όλα. Ακόμα και το μετάλλιο στα 400 μέτρα στο στίβο, κι αυτό μάταιο. Μάταια και τα δυνατά μου πόδια… Τώρα είναι αδύναμα πια.» Δοκίμασε να κουνήσει τα δάκτυλα των ποδιών του. Μετά βίας κουνιόντουσαν. Συνέχιζε να κοιτάζει μέσα του. Τίποτα. Μετά άρχισε να περιεργάζεται το φρεάτιο. Ήταν τόσο στενό… Στενό. Πολύ στενό… Στενό; Στενό! Στενό!!! Αναφώνησε με όση δύναμη του είχε απομείνει! Γούρλωσε τα μάτια και προσπάθησε να τρίψει τα δάχτυλα των χεριών του. Συνέχισε να τα τρίβει. Μετά από λίγο αισθανόταν τη λάσπη στα δάχτυλά του. Προσπάθησε να σηκωθεί. Η μέση του ήταν τόσο πιασμένη που μετά βίας λύγισε το κορμί του. Άρχισε με τα χέρια του να τρίβει τα πόδια του. Έβγαλε τα φλασκιά και ήπιε λίγο νερό. Μετά ήπιε και δυο-τρεις γουλιές κρασί για να ζεσταθεί περισσότερο. Έβαλε στο στόμα του και μερικές σταφίδες και συνέχισε να τρίβει με τα χέρια του το σώμα του ολόγυρα. Σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να κάνει βήματα επιτόπου. Σε λίγο άρχισε να αναπηδά για να ζεσταθεί περισσότερο. Το πρόσωπό του είχε αρχίσει να παίρνει το κανονικό του χρώμα και τα χείλη του μισάνοιξαν χαμογελώντας αμυδρά. Τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν.
Το φρεάτιο ήταν στενόμακρο. Με λίγη προσπάθεια και ένα καλό άνοιγμα ποδιών –των δυνατών του ποδιών– θα μπορούσε να κάνει ανάβαση τοίχο-τοίχο. Συνέχισε να κάνει ζέσταμα. Άρχισε τις εκτάσεις και διάφορα άλλα που γνώριζε ως πρώην αθλητής. Ταυτόχρονα έτρωγε και σταφίδες. Κάποια στιγμή είπε να ξεκινήσει την προσπάθεια. Ανέβασε το ένα πόδι του σαράντα πόντους από το έδαφος πατώντας στον τοίχο. Ύστερα τέντωσε όσο μπορούσε τα χέρια του και άρχισε να προσπαθεί να ανεβάσει το άλλο πόδι του στο απέναντι τοίχο. Το άνοιγμα που έπρεπε να επιτευχθεί ήταν εξαιρετικά μεγάλο, αλλά ήταν αποφασισμένος να το κάνει. Κάποια στιγμή κατάφερε να ανεβάσει και το άλλο πόδι. Έπιασε τους τοίχους με τα χέρια του και ξεκίνησε την ανάβαση. Οι μπότες του όντας καινούργιες, τον κρατούσαν σταθερό. Οι λάσπες στους τοίχους ήταν ανύπαρκτες πια, μιας και οι χθεσινοβραδινές νυχιές του δεν είχαν αφήσει τίποτα. Συνέχισε να ανεβαίνει. Έφτασε στα δύο μέτρα με σχετική άνεση. Τα χέρια του συνέχιζαν να παλεύουν να κρατήσουν το σώμα του σε ισορροπία για να μην πέσει εμπρός. Κάποια στιγμή τρόμαξε από το σχεδόν κατόρθωμά του. Κόντευε να βγει. Αντί να χαλαρώσει, έδωσε περισσότερη ώθηση στα πόδια του, με πείσμα αυτή τη φορά. Ανέβηκε κι άλλο. Λίγα εκατοστά τον χώριζαν πια από το πεζούλι. Πήρε μια μικρή κοφτή ανάσα και αναπήδησε να το πιάσει. Το έπιασε. Κρατήθηκε όσο πιο σφικτά μπορούσε για μερικά δευτερόλεπτα μένοντας ακίνητος. Ύστερα ανέβασε το ένα πόδι στο έδαφος. Έμεινε πάλι ακίνητος. Εκεί που ακούμπησε το πόδι του, υπήρχε ένα βραχάκι τέτοιο που θα τον βοηθούσε να δώσει κόντρα για να ανεβάσει και το άλλο του πόδι. Με μια έντονη κραυγή που βγήκε από μέσα του αναπήδησε να πιάσει το πεζούλι και με το άλλο του χέρι. Και τα κατάφερε. Αγκάλιασε το πεζούλι τόσο σφικτά σα να ήταν παιδί του. Το κράτησε στα χέρια του κι ενώ ήταν παγωμένο, όλως περιέργως ένιωσε απέραντη ζεστασιά. Ονειρεύτηκε να παραμείνει στη φύση αλλά αλλιώς αυτή τη φορά. Σίγουρα με αγαπημένους ανθρώπους γύρω του. Έμεινε εκεί για κάμποση ώρα.
Αργότερα ξεκίνησε για το γυρισμό. Άρπαξε μια καινούρια βέργα στα χέρια του και την ακουμπούσε στο έδαφος με αποφασιστικότητα καθώς περπατούσε. Άρχισε πάλι να σκέφτεται. Οι λύκοι ήταν μέσα του. Οι φόβοι του ήταν οι λύκοι. Όλοι έχουν φόβους. Και κάποτε σίγουρα τους συναντάνε. Κι όταν τους συναντήσουν, πρέπει να ψάξουν πάλι μέσα τους, για να βρουν αυτό που θα σκοτώσει τους λύκους. Μέσα τους θα βρουν κάτι που έκαναν, είδαν ή ξέρουν για να σωθούν από τους λύκους. Όπλα υπάρχουν παντού. Αρκεί να τα δουν. Αρκεί να δουν μέσα τους. Να αξιολογήσουν και να χρησιμοποιήσουν ό,τι έχουν. Σίγουρα όλοι κάτι έχουν που μπορεί να τους σώσει. Από τους λύκους. Από τους φόβους. Από κάθε λογής σκοτάδι και από όποια μορφή θανάτου. Από όλα.
Η Μαρία Σταυρουλάκη γεννήθηκε το 1971 στη Θεσσαλονίκη όπου και κατοικεί. Απόφοιτη Γενικού Λυκείου και παρότι αριστούχος, επέλεξε από νωρίς τις Τέχνες. Σπούδασε σε ιδιωτικό οργανισμό Σχεδιασμό και Συμβουλευτική Μόδας. Τώρα πλέον μετρά σχεδόν 25ετή εμπειρία συνεργασίας με μεγάλους οίκους μόδας κυρίως του εξωτερικού, καθώς διετέλεσε ακατάπαυστα χρέη Τεχνικής Συμβούλου. Η αγάπη της για τη γραφή ξεκίνησε από πολύ νωρίς, γεμίζοντας στην κυριολεξία όλους τους χώρους του σπιτιού της με σημειώσεις, ποιήματα και ατελή κείμενα. Η εμμονή της με την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα την έκανε να την μελετήσει βαθιά και με πάθος. Σήμερα, ειδικευμένη στον σχεδιασμό εσωρούχων, παράλληλα αρθρογραφεί συστηματικά για τη μόδα σε γνωστά έντυπα περιοδικά δωρεάν διανομής της πόλης της. Είναι μητέρα δύο παιδιών και χόμπι της είναι η γιόγκα και η διαρκής πνευματική αναζήτηση.
Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος
Καπνικός Σταθμός Κατερίνης