Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Άντε πάλι τα ίδια (Το καράβι του Νότου)

Λάμπρος Θέος

5o Βραβείο στην Κατηγορία ενηλίκων του έτους 2015

Ο διαπεραστικός ήχος του φουγάρου τράνταξε κάθε σημείο του κορμιού της, ενώ ατένιζε το φωταγωγημένο λιμάνι του Πειραιά. Με μια νωχελική κίνηση έπλεξε τα δάχτυλα στο πλούσιο μαλλί της, που άστραφτε μέσα στο ημίφως. Με τα υπόλοιπα παγίδευσε ένα τσιγάρο και αφού το στριφογύρισε κάμποσες φορές, το άφησε να κρέμεται στα σαρκώδη χείλη της. Το ηχηρό γέλιο της παρέας με τα σακίδια έμοιαζε να μην την ενοχλεί στο ελάχιστο. Αφού κατανάλωσε μερικές γεμάτες ρουφηξιές, έμεινε να παρατηρεί το τσιγάρο, καθώς πήγαινε αργά και βασανιστικά να συναντήσει τη θάλασσα.

«Άντε πάλι η ίδια ιστορία», σκέφτηκε και το μυαλό της έκανε βουτιά από τον βατήρα της πενταετίας. Η αναπόληση ήταν αναπόφευκτη και στο κεφάλι της τριγύριζαν γκαρσονιέρες, λίστες πιθανής τοποθέτησης, καινούριοι διευθυντές και δάσκαλοι διάσπαρτοι μέσα σε πνιγηρά γραφεία. Το κουδούνισμα του κινητού της έριξε μεμιάς το ντόμινο των αγχωτικών συναισθημάτων, ενώ η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής την έκανε να επιστρατεύσει εκείνη τη γλυκιά χροιά που την είχε καλά φυλαγμένη για τέτοιες εξαιρετικές περιπτώσεις. Άλλωστε η μάνα ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα έπρεπε να αισθανθεί την αγωνία των στιγμών.

Έμεινε να καταναλώνει σχεδόν τις μισές μονάδες και ο χρόνος πρέπει να κύλησε ανυποψίαστα, αφού δεν αντιλήφθηκε καν ότι το πλοίο είχε πάρει την πορεία για νότια. Το πάτημα του κουμπιού της απενεργοποίησης ήρθε ταυτόχρονα με το ιπτάμενο χέρι που απρόσκλητο ήρθε και έκατσε πάνω στον δεξί της ώμο. Έστρεψε απότομα το κεφάλι της προς την ίδια κατεύθυνση με τέτοια ταχύτητα, που το μαλλί της έκανε μια τέλεια εκτελεσμένη πιρουέτα και αναπαύτηκε μπρος της κρύβοντας το μισό της πρόσωπο. Πρέπει να ήταν αστείο το περιστατικό, γιατί ο νεαρός που στεκόταν μπροστά της έβαλε τα γέλια. Θα ’λεγε κανείς πως ήταν το ιδανικό σπάσιμο του πάγου, αφού δεν πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και ήταν έτοιμη να απαντήσει ήδη στη δεύτερή του ερώτηση.

«Διακοπές; Χμ… Μπορείς να το πεις κι έτσι. Με την ευγενική χορηγία του Υπουργείου Παιδείας». Ο νεαρός έμεινε να την κοιτάει απορημένος, ενώ η ίδια ψηλάφησε ασυναίσθητα τη μαγική βαλίτσα, κάτι σαν το τσαντάκι εκείνου του συμπαθητικού καρτούν των παιδικών της χρόνων. Λίγο ακόμη και θαρρείς πως θα έσκαγε από το βάρος. Ρούχα καλοκαιρινά να αγκαλιάζονται με χειμερινά μπουφάν, μάλλινες ζακέτες, δεκάδες βιβλία δανεικά και αγορασμένα και στον πάτο εκατοντάδες αναμνήσεις από διάφορα σημεία της Ελλάδας.

Ο τύπος με το περίεργο μαλλί έκανε μεταβολή και πήγε να συναντήσει την ανέμελη παρέα, που είχε πια μεγαλώσει κατά μία κιθάρα. Κι όσο η εξαιρετική φωνή της πιτσιρίκας, που έμοιαζε καταπληκτικά με εκείνη της Janis, αντανακλούσε σε όλα τα μεταλλικά μέρη του καραβιού, τόσο εκείνη γύριζε στη χτεσινή βραδιά, σ’ εκείνο το καλαίσθητο μπαράκι συντροφιά με τον κολλητό της, κάμποση ποσότητα αλκοόλ και ατέλειωτες συζητήσεις που πάντα κατά ένα διαβολικό τρόπο κατέληγαν σε ποσοστά αναπληρωτών, περιοχές που έμοιαζαν με ρώσικη ρουλέτα, βαλίτσες που έπρεπε να γεμίσουν, χιλιόμετρα που έπρεπε να διανυθούν, αξιολογήσεις και ποσοστά επί της εκατό. Και πάντα ο κολλητός να ξενερώνει και να θέλει να δραπετεύσει μακριά της, μην αντέχοντας τη φυσιολογική της γκρίνια.

Οι πρώτες απρόσκλητες ακτίνες του ήλιου εισχώρησαν στα μισόκλειστα μάτια της, ενώ η εικόνα του καραβίσιου καφέ τη γέμισε με έναν τόνο αισιοδοξίας. Άπλωσε το χέρι και φυλάκισε το πλαστικό ποτήρι μέσα στην ιδρωμένη της παλάμη, αγγίζοντας ελάχιστα τα δάκτυλα του νεαρού με τα περίεργα μαλλιά .

«Σ’ ευχαριστώ! Ήταν το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που χρειαζόμουν αυτή τη στιγμή.»

Εκείνος της έγνεψε συγκαταβατικά, ενώ το καράβι ήδη άρχιζε να γλείφει το χείλος της προβλήτας.

«Άσε με να σε βοηθήσω με τη βαλίτσα. Άλλωστε τα δικά μας πράγματα είναι λίγα.»

Δε σκέφτηκε ούτε στιγμή να του αρνηθεί, όχι τόσο σκεπτόμενη το βάρος από το οποίο θα τη γλίτωνε, μα το ένιωθε πραγματικά. Ήταν μια άκρως ευγενική και όμορφη στιγμή και δεν ήθελε με τίποτα να τη χαλάσει.

Καθώς πλησίαζαν προς την έξοδο, ο κόσμος άρχιζε ολοένα και να πυκνώνει. Παντού έβλεπες αγουροξυπνημένες φάτσες να σέρνουν κάθε είδους βαλίτσες, σακ βουαγιάζ, τσάντες μικροσκοπικές και ογκώδεις. Δεν τους πήρε πολλή ώρα να διασχίσουν τη σιδερένια γεφυρούλα και σε μερικά λεπτά βρέθηκαν να ατενίζουν το καράβι, άδειο και ταλαιπωρημένο.

Οι φωνές της τρελοπαρέας σε μια στιγμή ενώθηκαν με μερικές ακόμη κραυγές ενθουσιασμού από τα φιλαράκια τους, που ήρθαν παρά το ακατάλληλο της ώρας να τους παραλάβουν. Όσο φόρτωναν τα πράγματα στο βανάκι εκείνη έμοιαζε χαμένη, μην μπορώντας να προσανατολίσει τις σκέψεις της. Τη στιγμή της απόγνωσής της διέλυσε η φωνή του τύπου που ήρθε να την αποχαιρετήσει και να της ευχηθεί. Κι όσο οι φωνές ξεπηδούσαν από το βανάκι που χανόταν στο βάθος του δρόμου, εκείνη έφερνε στο μυαλό της τοποθετήσεις, λειτουργικά κενά, δυσπρόσιτα μέρη, μόρια, εξαντλητικούς ποδαρόδρομους για ανεύρεση σπιτιού, γονείς γεμάτους αγωνία, φιλαράκια που ο Θεός ξέρει πότε θα τους ξαναδεί.

Ο ήχος από το σκάσιμο της βαλίτσας στο τσιμέντο έκανε τους περισσότερους να γυρίσουν τρομαγμένοι. Δεν κοίταξε καν προς το μέρος τους. Λύγισε τα γόνατα και κάθισε πάνω της αφήνοντας το κορμί της να λυγίσει ελαφρά προς τα πίσω. Σήκωσε το κεφάλι και ήρθε κατάφατσα με τον ήλιο, που έριχνε κλεφτές ματιές πίσω από κάτι ξεθωριασμένα σύννεφα που πάσχιζαν να μείνουν στο κάδρο. Πήρε βαθιά ανάσα που θαρρείς πως πρέπει να έφτασε μέχρι τα δάχτυλα του ποδιού της τα οποία ξεπρόβαλλαν από τα σκονισμένα πέδιλα. Μία ήταν πλέον η σκέψη που έκανε σουλάτσο στο στριμωγμένο της μυαλό.

«Άντε πάλι τα ίδια…»

Βιογραφικό συγγραφέα

Ο Λάμπρος Θέος γεννήθηκε στην Καρδίτσα, που τον σημάδεψε και την αγάπησε παράφορα. Και την μίσησε, γιατί δεν μπόρεσε να τον κρατήσει κοντά της. Και τα χρόνια κυλούσαν. Κάπου εκεί στην τελευταία τάξη του δημοτικού, ένιωσε μια ανεξήγητη έλξη προς τη συγγραφική τρέλα. Τότε έγραψε και το πρώτο του διήγημα. Ο χρόνος πέρασε. Κι αυτός μεγάλωσε. Έπρεπε “κάτι να γίνει στη ζωή του”. Έτσι του λέγανε από μικρό παιδί. Κι εκείνος το πήρε απόφαση. Κι έγινε δάσκαλος. Δεν το μετάνιωσε παρά μόνο λίγες μοναχικές φορές που ένιωθε τις παιδικές φωνούλες να του ανακατεύουν τις σκέψεις. Χαλάλι! Η μοίρα τον έφερε μετά από μια μικρή περιήγηση στην πρωτεύουσα (κάτι σαν επαρχιώτης στην Ομόνοια), να διδάσκει στον παράδεισο, δηλαδή στα Χανιά. Ευλογημένος τόπος. Το πρωινό κουδούνι τον βρίσκει ακόμα ανάμεσα σε παιδικά χαμόγελα να διδάσκει . Μα το σημαντικότερο, να διδάσκεται ο ίδιος από τους μπόμπιρες. Και κάπου εκεί ανάμεσα σε βιβλία, μπλε τετράδια, κασετίνες με περίεργα σχήματα, αναζητεί τη δική του απόδραση, βγάζοντας τα εσώψυχά του στο χαρτί. Ίσως αναζητώντας τη δική του προσωπική λύτρωση…


Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης