Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

K1356710 - Μαουτχάουζεν

Σταύρος Μαλιχούδης

1o Βραβείο στην Κατηγορία ενηλίκων του έτους 2015

Καλοκαίρι, κι εσύ, κουρνιασμένος ανάμεσα σε πόδια αφιλόξενα και δύσοσμες ανάσες, εύχεσαι να μην ξημερώσει, μη σου θυμίσει ο ήλιος τη δυστυχία σου πάλι. Μπορεί να έχει ο άνθρωπος χειρότερη κατάληξη;

Ο μπαρμπα-Κωστής βρίσκει χρόνο, ενώ χτυπάει τον γρανίτη ακούραστα, και με μαλώνει να σταματήσω να γυναικομοιάζω, λέει. «Είσαι αναλώσιμος γι’ αυτούς, δεν το καταλαβαίνεις; Γι’ αυτό σε βάζουν να κουβαλάς το φορτίο σου από τις σκάλες και ας υπάρχει δρόμος. Εκείνοι τις ονόμασαν Σκάλες του Θανάτου, όχι εμείς, χαζέ. Κι εσύ παραπονιέσαι; Αφού γι’ αυτούς είσαι φθηνότερος από τα καύσιμά τους. Και αν σε βαρεθούν, μπαμ, μια κλωτσιά και δέκα σβούρες κάτω, να ’χουν κάτι να γελάνε.»

Με έχει στηρίξει ο γέρος, από την πρώτη στιγμή. Οι άλλες κοινότητες είναι μεγάλες: τσιγγάνοι, Ρώσοι, Πολωνοί. Εμείς είμαστε λίγοι, ελάχιστοι από το νησί. Ντόπιοι και Γερμανοί μάς κάνουν τη ζωή δύσκολη, το ίδιο και δικοί μας, πιο ξύπνιοι από μας –θα ζήσουν πιο πολύ, νομίζουν. Ελέγχουν τα μαγειρεία και βάζουν χέρι στις μερίδες μας, που όλο και λιγοστεύουν. Τον κοιτάω, το δέρμα του ζαρώνει καθώς δουλεύει δίχως παύση και θέλω να του πω πως όλα αλλάζουν σήμερα. Όλα αλλάζουν, όταν στην καρδιά σου καρφιτσώνουνε το Κ και ξέρεις πως απλά, πλέον, περιμένει μια σφαίρα, οποιαδήποτε στιγμή.

Δεν προλαβαίνω, όμως. Από το γήπεδο ακούγονται φωνές. Εκατοντάδες οικογένειες από το Λιντς ήρθαν σήμερα, να δουν την ομάδα τους εναντίον εκείνης των SS. Ένα νέο κύμα καπνού σκορπίζει στον αέρα. Το ταξίδι για κάποιους έφτασε νωρίς. Οι γιατροί θα παίξουν με τα κορμιά τους κάνοντας τα πειράματα, για τα οποία όλοι μιλάνε, μα δεν ξέρουν, και όλοι τα φοβούνται. Δεν τους ενοχλεί η μυρωδιά ή ο καπνός. Εμείς σκύβουμε το κεφάλι, δεν θα συνηθίσουμε ποτέ. Και πάλι ακούγονται φωνές, από πιο δίπλα όμως. Πίσω από τον φράχτη, δεκάδες ψυχές έχουν αφεθεί να λιμοκτονήσουν: άρρωστοι, ασθενικοί και μολυσμένοι. Αναλώσιμοι. Πριν τα μάτια τους κλείσουν για πάντα, βλέπουν τους άλλους, αυτούς που έφυγαν νωρίτερα, που τα πρόσωπά τους λένε θα τους περιμένουν. Και ακούν τις κραυγές των επόμενων, εκείνων που έρχονται για να φύγουν.

Διάλειμμα. Έξι ώρες στην πλάτη μας, άλλες πέντε μας περιμένουν. Ανεβαίνουμε τις σκάλες ξανά, περνάμε από τον στρατώνα που βρομάει μπύρα και ακούμε γέλια που ραγίζουν την ψυχή μας. Τα πιάτα μας είναι μισοάδεια, όχι μισογεμάτα. Ο γέρος μού δίνει την περισσότερη μερίδα του, αρνούμαι, γκρινιάζω, νευριάζει, μπουκώνομαι. «Σαν βρεθείτε έξω», λέει, «ο καθένας είναι μόνος του, να το ξέρεις. Μην χαραμιστείς για κανέναν, όσο αυτοί πεθαίνουν, εσύ υπάρχεις».

Καθώς βραδιάζει, καμπουριάζω και προχωράω στο τελευταίο παράπηγμα. Έχουμε συνεννοηθεί σήμερα, τα μαστίγια παραμένουν χαμηλά, μονάχα γέλια και πειράγματα με συνοδεύουν. Γύρω μου κορμιά κρεμασμένα από τους αγκώνες στάζουν αίμα, τα μάτια κοιτάνε στο άπειρο. Ο προσδοκώμενος χρόνος επιβίωσης –πώς να το πεις ζωή– για τους ομοφυλόφιλους είναι βδομάδα. Αν δεν τους τελειώσουν οι φρουροί, συχνά το κάνουν οι ίδιοι οι συγκρατούμενοι. Τους βιάζουν. Και σαν τελειώσουν, τους πνίγουν. Άλλους, τους πετάνε έξω από την παράγκα χωρίς ρούχα, φαΐ, νερό, για όσο αντέξουν. Συνήθως τελειώνουν μόνοι το μαρτύριο.

Περνάω στο δωμάτιο, που το ορίζει μια χοντρή κουρτίνα. Αφήνω δύο κέρματα στο ξύλινο κομοδίνο. Η γυναίκα για μένα έρχεται. Πρόσωπο το ίδιο κουρασμένο με το δικό μου. Το ίδιο ανέκφραστο. Ανέλπιδο, δίχως πνοή. Βγάζει τα ρούχα της και έπειτα την πιτζάμα μου. Δεν λέμε κουβέντα. Ακουμπάει στο κρεβάτι και με τραβάει πάνω της. Κλείνω τα μάτια μου, να μην βλέπω το σκελετωμένο της κορμί –κόκαλα εξέχουν στους γλουτούς της, λες θα σκίσουνε το δέρμα. Και είμαι σίγουρος πως το ίδιο κάνει και αυτή, ίσως σφίγγει τα μάτια της με περισσότερη δύναμη. Αντέχω ελάχιστα λεπτά. Φτηνή ηδονή. Ανάσες γρήγορες και καυτές, καταναλώνουν οξυγόνο δίχως λόγο. Ύπαρξη δίχως ζωή.

Βρίσκω τους άλλους, ενώ το σκοτάδι έχει μεστώσει και ουρλιαχτά ακούγονται από τους γύρω λόφους –μας περιμένουν. Είμαστε πεντακόσιες ψυχές –όσες στριμωχνόμαστε κάθε βράδυ στο παράπηγμα με τα σαράντα τέσσερα στρώματα –και όλοι ξέρουμε τι μας περιμένει όταν περάσουμε τον συρμάτινο φράχτη. Πως δεν υπάρχει επιστροφή αν μας βρούνε ή χαθούμε στα δάση. Ο γέρος με πλησιάζει, κρυστάλλινες μπίλιες κυλάν στα μάτια του. Σφίγγει το χέρι μου και αφήνει κάτι στην παλάμη: δυο σκουλαρίκια από κεχριμπάρι.

«Άχρηστα εδώ, για μένα. Εσένα μπορούν να σου αγοράσουν ένα πιάτο φαΐ, σιωπή, ή, στην καλύτερη, ένα εισιτήριο για κάποιο λιμάνι. Μακριά από ’δω, μακριά». Φιλάει το μέτωπο μου, που υγραίνει.

Οι Ρώσοι έχουν γονατίσει, προσεύχονται. Καταλαβαίνω το όνομα «Καρμπύσεβ» στα λόγια εκείνου που μιλάει και χαμηλώνω το κεφάλι. Όλοι το κάνουν. Οι Τσιγγάνοι αγκαλιάζονται και φιλιούνται –κανείς τους δεν θα μείνει πίσω.

Γλιστράμε μες στη νύχτα, αθόρυβα, σε ομάδες λίγων ατόμων. Πίσω από τα παραπήγματα, κατευθυνόμαστε στον φράχτη και η καρδιά πασχίζει να βγει από τα στήθια μου. Το φεγγάρι, μεγαλόκαρδο, φωτίζει τα βήματά μας. Ο καθένας κρατάει στο χέρι του ό,τι βρήκε: αυτοσχέδια μαχαίρια, κουτάλες και σκεύη από την κουζίνα, υπολείμματα μιας ζώνης, μια φωτογραφία ενός αγίου, ένα κομμάτι σκληρό ψωμί. Δεν μας εμποδίζει κανείς, περνάμε το πρώτο επικίνδυνο σημείο, ακριβώς όπως μας υποσχέθηκαν. Βρίσκουμε την τρύπα στον φράχτη και χιμάμε: τότε αλλάζουν όλα, ο καθένας τρέχει για να προλάβει να βγει εκείνος πρώτος, σπρώχνει τους άλλους, γλιστράει, ποδοπατάει. Ο κύκλος εκείνος, που σημαίνει ελευθερία, γεμίζει από κολασμένους που έχουν εκστασιαστεί από την ελπίδα που είναι εκεί, μπροστά τους, στην άλλη μεριά, δυο ανάσες θέλει μόνο.

Τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ, ακριβώς πίσω από έναν ψηλό Ρώσο. Έξω από το στρατόπεδο πια, σφίγγω στην παλάμη μου τα σκουλαρίκια. Θα μου αγοράσουν τη ζωή μου, σκέφτομαι. Ένα χαμόγελο καινούριο.

Τότε ακούγονται οι σειρήνες. Ο Ρώσος αυξάνει ταχύτητα, δίχως να κοιτάξει πίσω, το ίδιο και εγώ. Βλέπουμε τα φώτα και κίνηση από τα σπίτια ψηλά, στον πρώτο λόφο –προς τα εκεί τρέχουμε. Κάποιος πέφτει πάνω μου και παρά λίγο να με παρασύρει χάμω μαζί του. Γυρνάω και τον κοιτάζω. Γεμάτος αίματα, βλέμμα κενό.

Ο χρόνος παγώνει, τότε αρχίζουν να χορεύουν στο κεφάλι μου: ποδοβολητά και συρσίματα, κραυγές πόνου και έξαψης, γαυγίσματα, πυροβολισμοί. Δεν ξέρω από πού έρχονται. Από τα σπίτια βγαίνουν άνθρωποι, κρατάνε τις καραμπίνες που ο κόπος μας έφτιαξε. Όταν είχαμε φτάσει, μας υποδέχθηκαν με βρισιές, φτυσιές, πέτρες. Τώρα, μειώνουν τον αριθμό μας.

Πεντακόσιες ψυχές ελπίσαμε εκείνη τη νύχτα. Είκοσι ζήσανε.

Βιογραφικό συγγραφέα

Ο Σταύρος Μαλιχούδης γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1992. Σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει δημοσιεύσει διηγήματά του σε μέσα μεγαλύτερης και μικρότερης εμβέλειας και έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις. Από τις Εκδόσεις Πολύτροπον έχει εκδοθεί η νουβέλα του "Η ιστορία του Σπόρου".



Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης