Ηλεκτρονικός Διαγωνισμός Διηγήματος της ΕΟΔνΠ

Μπαλκονάκι στο Αιγαίο

Μαρία Κουρλή

1o Βραβείο στην Κατηγορία ενηλίκων του έτους 2014

Κάθε φορά που γύριζε, ο άγριος αέρας του νησιού συνέπαιρνε την ψυχή της. Κάθε φορά που πατούσε το πόδι της εκεί, ένα γνώριμο συναίσθημα την πλημύριζε, κάτι σαν ζεστασιά και ηρεμία ανάκατη με μια μυρωδιά κανέλας, βανίλιας και γλυκού τριαντάφυλλου. Σαν όλο τον καιρό που έλειπε να ζούσε με μια ανεπαίσθητη αγωνία, που μονάχα όταν ερχόταν στον τόπο της την καταλάβαινε, όταν πια σταματούσε να τη νιώθει.

Οι ψαράδες στο λιμάνι διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. Περπάτησε ανάμεσά τους για να δει τα κασόνια με τα ασημιά ψάρια να γυαλίζουν στον πρωινό ήλιο, όπως και άλλοτε. Οι σημερινές εικόνες γίνονταν ένα με τις εικόνες των παιδικών της χρόνων, τώρα, όπως και άλλοτε. Τότε, η μητέρα της την κρατούσε από το χέρι παζαρεύοντας με τους άντρες τούς θησαυρούς της θάλασσας και αμέσως μετά περνούσε απέναντι για να συνεχίσει τα ψώνια της στα μανάβικα και στον μπακάλη και τέλος για να περάσει απ’ τον κυρ Στάθη, τον φούρναρη. Κάθε μέρα τον ρωτούσε τι φρέσκο είχε φτιάξει, για να απαντήσει εκείνος εκθειάζοντας τα κουλουράκια βανίλιας και τα κέικ με τα φρούτα. Μετά η κυρα-Φιλιώ του περιέγραφε λεπτομερώς τα δικά της πετυχημένα γλυκά και κατέληγε πάντα να αγοράσει μια φραντζόλα ψωμί. Για το ψωμί του κυρ-Στάθη δεν είχε λόγια, ήταν το νοστιμότερο της Χώρας.

Ανηφόρισε αργά τον λόφο με τα μικρά ασβεστωμένα σπίτια στρίβοντας αριστερά και δεξιά στα στενά δρομάκια που μοιάζαν με λαβύρινθο στα μάτια κάθε ξένου επισκέπτη.

«Γεια σου, Ρηνούλα, καλώς ήρθες!»

«Ρηνούλα, εσύ είσαι; Τι κάνεις κορίτσι μου;» άκουγε σε κάθε στροφή του δρόμου.

«Καλημέρα, κυρά Μαρία, καλά είμαι. Γεια σου, κυρ-Σταμάτη», απαντούσε μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα χείλη.

Στην Αθήνα ήταν η Ειρήνη Σαράντη, δικηγόρος με πατημένα πια τα σαράντα και με μια λαμπρή καριέρα, αυστηρή και μετρημένη. Όταν όμως ετοιμαζόταν να κατέβει από το καράβι, γινόταν ξανά η Ρηνούλα, το χαμογελαστό κορίτσι του νησιού. Ίσως και γι’ αυτό να ένιωθε τόση ανακούφιση εδώ, γιατί μπορούσε να είναι ο πραγματικός της εαυτός, να βγάζει τη μάσκα που φορούσε στη μεγαλούπολη. Τι μεγάλη ανάσα στη δύσκολη ζωή της!

Η πόρτα της αυλής ήταν κλεισμένη από μέσα μ’ ένα παλιό μάνταλο. Η μητέρα της τα καλοκαίρια κλείδωνε την αυλόπορτα, καθώς ήταν μόνη και φοβόταν με τόσους τουρίστες να περπατούν μέρα και νύχτα στον δρόμο. Σαν τελείωνε όμως η τουριστική περίοδος, η πόρτα της άνοιγε ξανά προσκαλώντας τους οικείους της ανθρώπους.

«Μαμά, μαμά!»

«Ήρθες, παιδάκι μου! Μαύρα μάτια έκανα να σε δω!» Η κυρα-Φιλιώ την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω προτού την αγκαλιάσει. «Αδυνάτισες, Ρηνούλα, δεν τρως;»

«Πώς δεν τρώω!»

«Στάσου να ψήσω δυο καφέδες, να κάτσουμε να μου τα πεις», είπε η μητέρα της και μπήκε στο χαμηλό κουζινάκι που ήταν δίπλα στο κυρίως σπίτι.

Η Ειρήνη έκατσε στο παλιό τραπέζι της αυλής και πέρασε το χέρι της μέσα στον φουντωτό βασιλικό. Η μυρωδιά του τη γαλήνεψε. Μάταια προσπαθούσε τόσα χρόνια να κρατήσει μια ρίζα στην Αθήνα. Μετά από λίγο καιρό μαραινόταν ό,τι και να έκανε.

«Πώς να ζήσει χωρίς να μυρίζει πέλαγο;» αναρωτήθηκε φωναχτά.

«Είπες κάτι, παιδί μου;»

«Όχι, μάνα.»

«Πόσο θα κάτσεις στο νησί;»

«Δυο βδομάδες. Μετά γυρνάω στη δουλειά.»

Η κυρα-Φιλιώ ακούμπησε στο τραπέζι τον δίσκο με τους ελληνικούς καφέδες και ένα πιατάκι με λουκούμια τριαντάφυλλο. Τίποτα δεν είχε αλλάξει στο πατρικό της Ειρήνης, ακόμη και τα κεράσματα και ο καφές είχαν πάντα την ίδια γεύση.

«Τι έγινε με τον Μανόλη;»

«Χωρίσαμε, μάνα, τελείωσε πια.»

«Αν είχατε ένα παιδί, δεν θα σας έμενε χρόνος να τρώγεστε μεταξύ σας.»

«Αχ, βρε μάνα!»

Η κυρα-Φιλιώ της έπιασε το χέρι κι άλλαξε την κουβέντα της.

«Τι θα ήθελες να σου φτιάξω το μεσημέρι; Εσύ να πας να αλλάξεις, να κατέβεις να ρίξεις καμιά βουτιά κι εγώ θα σου ετοιμάσω ό,τι τραβάει η ψυχή σου.»

«Να μου φτιάξεις πατάτες με κεφτεδάκια και μια σαλάτα με ντομάτες απ’ τον μπαξέ. Και θέλω και ουζάκι απ’ του κυρ Θωμά!»

«Άντε άντε, πάνε τώρα να ετοιμαστείς!»

Ανέβηκε στο παλιό της δωμάτιο και κοίταξε τριγύρω. Από την ημέρα που έφυγε, στα δεκαοχτώ της, για να σπουδάσει στην Αθήνα, δεν είχε αλλάξει τίποτα εκεί μέσα. Τα παλιά της βιβλία στα ράφια και πάνω στο κρεβάτι της ένας μεγάλος αρκούδος, δώρο απ’ τον πρώτο της έρωτα. Η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή, ένα τόσο δα μπαλκονάκι χωρούσε πάντα όλα της τα όνειρα! Ένα τραπέζι, μια σπαστή καρέκλα και πάνω στα κάγκελα η ομπρέλα που στερέωνε η μάνα για τον ήλιο, αυτά ήταν όλα! Αλλά ήταν κι αυτή η θέα, αυτή που την έκανε να αγαπάει αυτόν τον τόπο, η θέα απ’ το μπαλκόνι της. Πέρα, μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά της, ξεχυνόταν το Αιγαίο, ακριβώς από κάτω της τα άσπρα και μπλε σπιτάκια με τα στενά δρομάκια και τις αυλές με τα πολύχρωμα λουλούδια και πέρα απ’ αυτά η απεραντοσύνη του πελάγους.

Αναρωτιόταν πώς γινόταν αυτό το πάντα ακίνητο, το πάντα ίδιο τοπίο να τη συγκινεί τόσο. Πώς κάτι που ένιωθε τόσο ίδιο, τόσο σταθερό και ακίνητο στον χώρο και στον χρόνο να προκαλεί μια τόσο έντονη κίνηση μέσα στην ψυχή της! Η απεραντοσύνη του πελάγους τής θύμιζε το πόσο λίγες, το πόσο μικρές ήταν οι έγνοιες και οι σκοτούρες της.

Και τώρα στα σαράντα, χωρίς τον Μανόλη και χωρίς να ’χει κάνει ένα παιδί! Ξανά ήταν τόσο μικρές και τόσο λίγες οι σκοτούρες της! Δεν υπήρχε καν χώρος γι’ αυτές τις ερωτήσεις μπροστά στο Αιγαίο. Μπροστά στην παντοδύναμη, στη ζωοδότρα θάλασσα όλα ήταν μικρά και οι σκοτούρες της ήταν τόσο λίγες!

Τον Μανόλη τον γνώρισε πριν δέκα χρόνια, νεαρή δικηγόρος τότε, στην αρχή της καριέρας της. Εκείνος ήταν πολιτικός μηχανικός, προσπαθούσε να στήσει το γραφείο που του είχε ανοίξει ο πατέρας του. Έμαθε για τις ικανότητές της από έναν κοινό φίλο και της ζήτησε να γίνει νομικός σύμβουλος στην εταιρία του. Από την πρώτη ματιά ερωτεύτηκαν κι από το πρώτο βράδυ έμειναν μαζί στο διαμέρισμά της στο κέντρο της Αθήνας. Του Μανόλη του είχε κάνει εντύπωση πώς διατηρούσε τόσα στοιχεία του νησιού μέσα στο μικρό της δυάρι. Οι τοίχοι ήταν ασβεστωμένοι, τα στρωσίδια της όλα λευκά και τα ντουλάπια και τα παντζούρια τα είχε βάψει γαλάζια. Στο μπαλκόνι της προσπαθούσε να κρατήσει γλάστρες με λουλούδια που έφερνε από το νησί και περνούσε ώρες φροντίζοντάς τα. Την ημέρα που μπήκε στο σπίτι της, δεν κατάφερε να συγκρατήσει το χαμόγελό του.

«Γιατί γελάς;» τον ρώτησε η Ειρήνη.

«Γιατί εδώ μέσα όλα θυμίζουν νησί.»

«Δεν μπορώ να φανταστώ διαφορετικό ένα σπίτι.»

Το διαμέρισμα της Ειρήνης είχε μια φρεσκάδα και μια ζεστασιά που ο Μανόλης λάτρεψε. Από την πρώτη μέρα δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να φανταστεί να ζήσει αλλού, παρά μονάχα εκεί, στο δυάρι της Ειρήνης.

Η αγάπη τους ήταν γνήσια και πηγαία, σαν ο ένας να κούμπωνε με τον άλλο. Ό,τι δεν είχε ο ένας, ερχόταν ο άλλος να το συμπληρώσει. Ο Μανόλης γέννημα θρέμμα Αθηναίος, μοναχογιός, μεγαλωμένος με ήθος και καλούς τρόπους. Η Ειρήνη από το νησί, απλή, ειλικρινής και ήρεμη. Ήταν και οι δυο πολύ αφοσιωμένοι στη δουλειά τους και γι’ αυτό τον λόγο μπορούσαν να έχουν κατανόηση και να μην απαιτούν πράγματα περίπλοκα και δύσκολα. Τους χειμώνες δούλευαν πλάι πλάι με συνέπεια και υπευθυνότητα και τα καλοκαίρια έφευγαν στο νησί για να χαρούν τα παιχνίδια με τη θάλασσα και τον ήλιο. Οι γονείς του Μανόλη αγκάλιασαν την Ειρήνη σαν κόρη τους, γιατί ήταν γλυκομίλητη και εργατική. Η κυρα-Φιλιώ, από την άλλη, χαιρόταν που τώρα στη ζωή της κόρης της δεν υπήρχε μόνο η δουλειά και περίμενε με ανυπομονησία την ημέρα που θα την καμάρωνε νύφη δίπλα σ’ αυτόν τον άντρα. Αυτή τη μέρα όμως η κυρα-Φιλιώ δεν την έζησε ποτέ! Η Ειρήνη κι ο Μανόλης δήλωσαν πως θα παντρευτούν μονάχα όταν θα κάνουν παιδιά κι όσο δεν ερχόταν ένα παιδί, τόσο δεν σκέφτονταν τον γάμο.

Η Ειρήνη μια μέρα, στα τριάντα εφτά της χρόνια, δήλωσε στον Μανόλη πως θα ήθελε πια να γίνουν οικογένεια. Εκείνος το σκέφτηκε για λίγο και της απάντησε πως δεν θα ήταν και άσχημα να τριγυρνάει ανάμεσα στα πόδια τους κι ένα πιτσιρίκι. Κι έτσι σταμάτησαν να φυλάγονται και άρχισαν να περιμένουν. Κάθε μήνα η Ειρήνη έτρεφε την ίδια ελπίδα και κάθε μήνα απογοητευόταν. Ο πρώτος χρόνος πέρασε και τίποτα δεν είχε αλλάξει! Την αγωνία της όμως την κρατούσε κρυφή, δεν την συζητούσε ούτε καν με τον Μανόλη. Τον Μανόλη από την άλλη δεν έμοιαζε να τον απασχολεί καθόλου, το μόνο που καταλάβαινε ήταν πως η Ειρήνη είχε χάσει πια το χαμόγελο από τα χείλη της, πως μαράζωνε. Μια μέρα η Ειρήνη του είπε πως θα έπρεπε να κάνουν εξετάσεις κι εκείνος συμφώνησε. Οι πρώτες εξετάσεις ήταν απογοητευτικές: και οι δύο σάλπιγγες της Ειρήνης ήταν κλειστές. Μ’ αυτά τα αποτελέσματα δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μείνει έγκυος. Η Ειρήνη σοκαρίστηκε, ο Μανόλης, πάλι, ήταν ψύχραιμος.

«Δεν πειράζει, Ειρήνη μου, εσύ να είσαι καλά, εμένα δεν με πειράζει και να μείνουμε οι δυο μας.»

Την Ειρήνη όμως την πείραζε, καταρρακώθηκε μετά απ’ αυτά τα νέα. Την μητρότητα, που χαρίζει η φύση απλόχερα και στο πιο μικρό, στο πιο ταπεινό της πλάσμα, σε εκείνη δεν ήθελε να τη χαρίσει! Μια τιμωρία χωρίς λόγο, χωρίς να έχει κάνει κάτι που να δικαιολογεί τέτοια καταδίκη!

Τότε ξεκίνησε κι ο Γολγοθάς της: εξετάσεις και θεραπείες, φάρμακα και ορμόνες με διάφορες παρενέργειες. Η Ειρήνη μετατράπηκε σ’ ένα ρομπότ· μετρούσε τον κύκλο, μετρούσε τις ωορρηξίες, μέχρι και τις επαφές της με τον Μανόλη. Στον Μανόλη δεν άρεσε καθόλου αυτό, το παιδί έγινε εμμονή στο μυαλό της Ειρήνης κι εκείνος έχανε τη γυναίκα που αγαπούσε. Άρχισαν να μαλώνουν. Ο Μανόλης δήλωνε στην Ειρήνη πως, αν είναι να χάσει τον εαυτό της, να μη σώσουν να κάνουν παιδί και η Ειρήνη τον κατηγορούσε ότι δεν προσπαθούσε για μια στιγμή να μπει στη θέση της, να την καταλάβει. Τα φάρμακα επηρέασαν την υγεία της, το συκώτι της δεν άντεχε πια σε τόσες ουσίες και κανένα θετικό αποτέλεσμα δεν υπήρχε. Ο Μανόλης ήταν έξαλλος με την Ειρήνη και τη στενοκεφαλιά της, ενώ η Ειρήνη βούλιαζε στη θλίψη. Η εγχείριση ήταν η τελευταία λύση που τους έμενε. Ο Μανόλης ήταν κάθετος, δεν ήθελε! Η Ειρήνη, από την άλλη, δεν το συζητούσε καν, θα την έκανε!

Όμως το χειρουργείο ήταν δύσκολο κι εμφανίστηκαν επιπλοκές. Η ανάρρωση αργή κι ο Μανόλης μαινόμενος ταύρος εν υαλοπωλείω, τριγυρνούσε στους διαδρόμους του νοσοκομείου ξεφυσώντας ασταμάτητα. Όταν η Ειρήνη συνήλθε και γύρισαν στο σπίτι, της δήλωσε πως, αν δεν σταματήσει μ’ αυτή την παράνοια, θα χωρίσουν, κι εκείνη με πείσμα του αντιγύρισε πως θα πήγαινε στο νησί κι, όσο θα έλειπε, εκείνος να μαζέψει τα πράγματά του από το δυάρι και να φύγει.

Έτσι μπήκε στο πλοίο, αγανακτισμένη και θλιμμένη ως τα βάθη της ψυχής της.

«Πώς ήταν η θάλασσα;» Η ερώτηση της μάνας την έβγαλε από τις σκέψεις της.

«Πολύ ωραία, μάνα, αύριο να έρθεις κι εσύ.»

«Ως αύριο έχει ο Θεός.»

Κάθε μέρα μεταξύ τους έκαναν την ίδια συζήτηση και κάθε μέρα ήξεραν και οι δύο πως η Ειρήνη θα πήγαινε μόνη της στην παραλία και θα καθόταν εκεί με τις ώρες να χαίρεται το πέλαγος. Η κυρα-Φιλιώ δε θυμόταν πόσα χρόνια είχε να βουτήξει στα νερά. Την τελευταία φορά που πήγε, ο μακαρίτης ο άντρας της ζούσε και η Ρηνούλα ήταν μικρό κοριτσάκι που έπαιζε με τα κουβαδάκια της. Μετά ήρθε ο χαμός. Μια τρικυμία βούλιαξε το ψαράδικο καΐκι παίρνοντας στα άπατα νερά εφτά παλικάρια του νησιού, ανάμεσα σ’ αυτά και τον Γιάννη, τον άντρα της κυρα-Φιλιώς. Η Φιλιώ όμως δεν το ’βαλε ποτέ κάτω. Αφού έκλαψε τις πρώτες μέρες χωρίς σταματημό, ανασήκωσε τα μανίκια και το παράστημά της και στάθηκε δίπλα στη Ειρήνη, μάνα και πατέρας μαζί. Και τώρα που το παιδί της ήταν μακριά, αυτή στεκόταν πάλι βράχος, από το νησί, με την ηρεμία της και τη γλυκιά της την κουβέντα, να δίνει θάρρος και να στηρίζει την Ειρήνη, όταν την χρειαζόταν.

«Αχ, μάνα, πόσο καιρό έχω να φάω λουκουμάδες με μέλι και καρύδια!»

«Σαν άρρωστη μου γύρισες, Ρηνούλα, όλο στεναχώριες και φαΐ καθόλου!» Η Φιλιώ δεν ήξερε για τις προσπάθειες της Ειρήνης ούτε και για ποιο λόγο χώρισε το ζευγάρι. Και ούτε ήθελε να ρωτήσει ανοιχτά, να μην την στεναχωρήσει. Η Ειρήνη έτρωγε τους λουκουμάδες με κλειστά μάτια και δεν απαντούσε στις έμμεσες ερωτήσεις της μητέρας της.

«Και τώρα εδώ χωρίς στεναχώριες και με τόσο φαί θα με κάνεις σαν αφράτο γουρουνάκι! Σαραντάρισα πια, μάνα, δεν είμαι κοπελίτσα!»

«Θα πας να κολυμπήσεις μετά εσύ και θα κάνεις τη γυμναστική σου, δεν έχεις ανάγκη.»

Έτσι περνούσαν οι μέρες στο νησί, με την Ειρήνη να απολαμβάνει την φροντίδα της μητέρας της και την κυρα-Φιλιώ να χαίρεται την συντροφιά τής κόρης της και να σταυροκοπιέται ευχαριστώντας τον Θεό για όσες μέρες την είχε κοντά της. Τα απογεύματα ερχόντουσαν και οι γειτόνισσες να δουν την Ρηνούλα τους και να μάθουν τα νέα της Αθήνας. Η Ρηνούλα ρωτούσε για τους παλιούς της φίλους και τους συμμαθητές που οι περισσότεροι είχαν φύγει πια απ’ το νησί.

Την τελευταία μέρα έκατσε για ώρα να κοιτάζει μέσα από το δωμάτιο το μικρό της μπαλκονάκι. Όταν θα έφευγε, η μάνα θα μάζευε την ομπρέλα και το τραπέζι, θα τα φύλαγε σε μια γωνιά του δωματίου, για να μείνουν καθαρά, και θα τα έστηνε ξανά με φροντίδα την ημέρα που θα επέστρεφε. Το μπαλκόνι μέχρι τότε θα έστεκε άδειο και έρημο.

Βγήκε και ακούμπησε στα κάγκελα. Μέσα της το Αιγαίο χτυπούσε σε κάθε παλμό της καρδιάς. Έκλεισε τα μάτια να το πάρει μαζί της, να ’χει κάτω από τα μάτια αυτή την απεραντοσύνη, σαν θα έτρεχε στους πολύβουους δρόμους της Αθήνας.

Πού θα γύριζε τώρα; Μια έρημη χώρα, μια ολόκληρη έρημη χώρα θα ήταν μέσα στο συνωστισμένο κέντρο της Αθήνας. Μέσα σε τόσο κόσμο αυτή θα ήταν ολομόναχη και άδεια, χωρίς ταυτότητα.

Το πλοίο πλησίαζε από μακριά στο λιμάνι. Αυτό το πλοίο θα έπαιρνε κι εκείνη μαζί του, σε μια ξενιτιά που όμοιά της δεν είχε ζήσει ποτέ.

Ξαφνικά, θυμήθηκε το κινητό της που εδώ και δυο εβδομάδες το είχε κλειστό. Ίσως κάποιος να την είχε ψάξει, κάποιος από τη δουλειά ή κάποιος φίλος. Το άνοιξε μπαίνοντας σιγά σιγά στον ρυθμό της ζωή της. Ο ήχος από τα μηνύματα σκέπασε τον φλοίσβο. Όλα ήταν από τον Μανόλη που την έψαχνε. Πατώντας ένα πλήκτρο άκουσε το τελευταίο που ήταν αποθηκευμένο στον τηλεφωνητή της.

«Ειρήνη, σε ψάχνω τόσες μέρες, πού είσαι; Βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, όλα είναι καλά, είπε ο γιατρός… Γύρνα πίσω να χαρείς, Ειρήνη, αν θέλουμε, όλα μπορούν να φτιάξουν.»

Έμεινε με το τηλέφωνο στο αυτί, όλα είναι καλά, η επέμβαση είχε πετύχει, οι σάλπιγγές της ήταν διαβατές. «Αν είχατε ένα παιδί, δεν θα είχατε χρόνο να τρώγεστε μεταξύ σας!».

«Αν είχαμε ένα παιδί…»

Το πλοίο σφύριξε στο λιμάνι και η Ειρήνη πετάχτηκε πάνω. Τόση ώρα το έβλεπε από μακριά, δεν κατάλαβε πότε είχε φτάσει. Άρπαξε τον σάκο της και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες

«Μάνα, φεύγω, θα χάσω το πλοίο.»

Η κυρα-Φιλιώ δεν πρόλαβε να πει κουβέντα, η Ειρήνη ήδη κατηφόριζε τον λόφο προς το λιμάνι. «Αν είχατε ένα παιδί…», «αν είχατε ένα παιδί…»

«Αν είχαμε ένα παιδί, μες τα μάτια του θα έβλεπα ολόκληρο το Αιγαίο!» είπε και πήδηξε μέσα στο πλοίο.

Βιογραφικό συγγραφέα

Η Μαρία Κουρλή γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1980. Αποφοίτησε από το τμήμα Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και συνέχισε τις σπουδές της στην Ελληνική Εταιρία Έρευνας της Συμπεριφοράς, όπου ειδικεύτηκε στην γνωστική συμπεριφορική ψυχοθεραπεία.

Ως φοιτήτρια και ως νεαρή επαγγελματίας εργαζόταν στον χώρο της ειδικής αγωγής και αρθρογραφούσε στο περιοδικό «Αυλαία». Τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως ψυχοθεραπεύτρια στη γενέτειρά της, παρέχοντας τις υπηρεσίες της σε ενήλικες και παιδιά.



Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ"
Ψηφιακό αρχείο του Ηλεκτρονικού Διαγωνισμού Διηγήματος

Καπνικός Σταθμός Κατερίνης